To ράψιμο ενός σακακιού βήμα-βήμα Δημοσιεύτηκε σε: Ενδύματα

Όλα ξεκίνησαν από ένα κομμάτι ύφασμα. Για την ακρίβεια, 2,8 μέτρα Ermenegildo Zegna 14 milmil 14. O γνωστός Αθηναίος έμπορος υφασμάτων, κ. Τάκης Στουρνάρας ήθελε να μου δώσει τη δυνατότητα να βιώσω από πρώτο χέρι την αίσθηση ενός πολυτελούς υφάσματος με διάμετρο ίνας 14 χιλιοστά του χιλιοστού. Ναι, καλά διαβάσατε. Το 14 milmil σημαίνει ακριβώς αυτό. Η διάσημη ιταλική υφαντουργία, η οποία ξεκίνησε την πορεία της το 1910 στο Trivero και σήμερα διοικείται από τον συνονόματο εγγονό του ιδρυτή της Ermenegildo “Gildo” Zegna, έχει κατακτήσει την παγκόσμια αγορά πολυτελών υφασμάτων χάρη στην προσήλωσή της στην υψηλή ποιότητα των προϊόντων της, αλλά και στις καινοτομίες τις οποίες συνεχώς εισάγει στο οπλοστάσιό της. Γιατί για να υφάνεις ένα νήμα με διάμετρο ίνας 14 χιλιοστά του χιλιοστού, θα πρέπει πρώτα να κατασκευάσεις μια μηχανή με αυτή τη δυνατότητα και φυσικά να βρεις το πιο φίνο μαλλί. Αυτό με την απαραίτητη αντοχή, ώστε να μπορεί να υποστεί επεξεργασία στην εν λόγω μηχανή.

Ουσιαστικά, μιλάμε για επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ που εξασφαλίζουν την εξαιρετική ποιότητα του υφάσματος και αντίστοιχα δικαιολογούν την υψηλή τιμή απόκτησής του.

«Θα ήθελα να το ράψετε, να το φορέσετε και να δείτε πώς συμπεριφέρεται ένα τέτοιου είδους ύφασμα», μου είπε με τη χαρακτηριστική ευγένειά του ο κ. Στουρνάρας και το μυαλό μου άρχισε κατευθείαν να τρέχει. Πρώτα από όλα έπρεπε να αποφασίσω στα χέρια ποιου ράφτη θα πήγαινε και ταυτόχρονα με αυτή μου την επιλογή να καταρρίψω ένα μεγάλο μύθο: Ότι οι παραδοσιακοί μάστορες της χώρα μας δεν έχουν τις απαιτούμενες ικανότητες να δουλέψουν με εκλεκτά υφάσματα, όπως ας πούμε οι συνάδελφοί τους στο Μιλάνο και το Λονδίνο.

O Ermenegildo Zegna με την υφαντουργία που ίδρυσε στο βάθος

Το εκλεκτό Ermenegildo Zegna 14 milmil 14 λοιπόν, δεν πήγε ούτε στο Μιλάνο, ούτε στο Λονδίνο. Πήγε στη Νίκαια, τη λαϊκή γειτονιά που κάποτε λεγόταν Κοκκινιά. Θα μπορούσε να είχε πάει στο Αιγάλεω, στα Κάτω Πατήσια ή στη Βαρβάκειο, οπουδήποτε λειτουργούν ακόμη παραδοσιακά ραφεία, αλλά –αδιαπραγμάτευτα- στα χέρια ενός αυθεντικού μάστορα.

Καβάλησα λοιπόν, το σκούτερ και με το Zegna στην μπαγκαζιέρα τράβηξα για Πέτρου Ράλλη. Το ύφασμα παραδόθηκε στα χέρια του Ανδρέα Νεδέλκου, ενός παραδοσιακού μάστορα που έμαθε την τέχνη από τους Μικρασιάτες δασκάλους του στην προσφυγική Κοκκινιά.

Αφού συζητήσαμε με τον μάστορα για το πώς θέλω το σακάκι (αποφάσισα να το κάνω σε πιο… ναπολιτάνικο στιλ με εξωτερικές “pignata” τσέπες για να τιμήσω την ιταλική καταγωγή του υφάσματος) του ζήτησα να μου επιτρέψει να καταγράψω τη διαδικασία ραφής, ώστε να τη μεταφέρω βήμα-βήμα τους αναγνώστες του Μονόπετου. Ο Ανδρέας συμφώνησε και έτσι για αρκετούς μήνες, κάθε Τρίτη βράδυ, κατέβαινα στη Νίκαια και ο μάστορας μου έδειχνε πόση δουλειά, πόση αγωνία, πόνος και υπομονή απαιτούνται για τη ραφή ενός πραγματικά bespoke σακακιού.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία έμαθα πάρα πολλά για το τεχνικό κομμάτι του ραψίματος. Και διαπίστωσα, από πρώτο χέρι πλέον, ότι ο ράφτης είναι ταυτόχρονα και ανατόμος, γεωμέτρης και γλύπτης που με τα καναβάτσα και το ψαλίδι του προσπαθεί να προσθέσει όγκο στα σημεία που ένα σώμα είναι «άδειο», να κρύψει ατέλειες και να φέρει την αρμονία εκεί που δεν υπάρχει.

Το ύφασμα απλωμένο στον πάγκο κοπής δέχεται τον πρώτο έλεγχο από τον ράφτη

Πάνω από όλα όμως, έμαθα πόσο μεγάλη είναι η αγάπη και η αφοσίωση των παραδοσιακών μαστόρων στην τέχνη τους. Πόση εμμονή έχουν με την λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή, ο Αντρέας έραβε ορισμένα επιμέρους κομμάτια που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός bespoke σακακιού. «Αυτά θα μπορούσα να τα κάνω αλλιώς, σε πολύ λιγότερη ώρα, χωρίς καμία εμφανή διαφορά. Δεν θέλω όμως άλλος ράφτης να ανοίξει κάποια στιγμή το σακάκι και να πει κάτι αρνητικό για τη δουλειά μου». Αυτό, για εμένα, δείχνει περηφάνια.

Ας τα δούμε όλα όμως, με τη σειρά. Αφού ο ράφτης πάρει τα απαιτούμενα μέτρα του πελάτη και σημειώσει τι ακριβώς θέλει, αρχίζει η μακρά διαδικασία της μεταμόρφωσης του πανιού σε σακάκι.

Πρώτα απ’ όλα, ο ράφτης απλώνει το ύφασμα στον πάγκο κοπής και το ελέγχει για τυχόν προβλήματα, αυτό θα του επιτρέψει να τα αποφύγει πριν αρχίσει να κόβει. Κατόπιν, το σιδερώνει απαλά. Ο ατμός αναζωογονεί το μαλλί και του επιτρέπει να δουλευτεί καλύτερα. Επίσης, κατά τη διάρκεια του σιδερώματος, ο ράφτης κοιτά και πάλι το ύφασμα για τυχόν ατέλειες.

Ο Ανδρέας Νεδέλκος με το σημάδι στο χέρι

Εφόσον το ύφασμα σιδερωθεί, έρχεται η ώρα για το «σημάδεμα». Με όπλα τον χάρακα, τη μεζούρα και το «σημάδι» (το σαπουνάκι με το οποίο οι ράφτες σχεδιάζουν τις γραμμές τους), ο Ανδρέας άρχισε να σχεδιάζει, στο απλωμένο ύφασμα, τα κομμάτια που αποτελούν ένα σακάκι: Τα μανίκια, τα μπροστινά, τα «φιάγκα», τις τσέπες. Καθώς το συγκεκριμένο Zegna είναι σε καρό μοτίβο και ένας ράφτης πάντα πρέπει να ευθυγραμμίζει τα καρό, ο Ανδρέας κάθε λίγο σταματούσε και έλεγχε ότι τα σημάδια του είναι σωστά. Σαν σκακιστής που πάντα έχει στο μυαλό του την επόμενη κίνηση, φροντίζοντας διαρκώς να προβλέπει τα προβλήματα που ενδέχεται να του εμφανιστούν μελλοντικά. Άλλωστε, το ύφασμα είναι εκλεκτό και σπάνιο και ένα λάθος μπορεί να κοστίσει ακριβά.

Αφού το ύφασμα σημαδευτεί, έρχεται η ώρα του ψαλιδιού. Με σίγουρες και ακριβείς κινήσεις, ο ράφτης αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Πρώτα του κορμού: μπροστινά, πλαϊνά και πισινά. Αυτά θα του χρειαστούν για την πρώτη πρόβα. Τα μανίκια, το κολάρο και οι «μόστρες» (το μπροστινό ύφασμα των πέτων) έπονται.

Η διαδικασία του κοψίματος απαιτεί… ευλυγισία

Έχοντας κόψει τα μπροστινά του σακακιού, τα χρησιμοποιεί ως «πατρόν» για να κόψει το καναβάτσο. Ουσιαστικά, αντιγράφει το σχήμα του σακακιού για να πάρει δυο ίδια κομμάτια καναβάτσου, του υλικού δηλαδή που θα χαρίσει τη δομή και όγκο στο σακάκι. Με προσεκτικές ψαλιδιές, αφαιρεί λωρίδες καναβάτσου, κατόπιν τρέχει στη ραπτομηχανή και ενώνει τα σημεία με μια άλλη λεπτή λωρίδα υφάσματος. Ξαφνικά, το καναβάτσο διαθέτει όγκο! Με τον τρόπο αυτό, ο ράφτης κατάφερε να χτίσει το στήθος του σακακιού. Είναι σαν να βλέπεις έναν ουρανοξύστη να σηκώνεται στο στάδιο που έχει μόνο τις μεταλλικές δοκούς. Ένα επίπεδο, δισδιάστατο κομμάτι καναβάτσου έγινε τρισδιάστατο.

Με τη βελόνα, ο ράφτης ενώνει τα καναβάτσα, τα υλικά που χαρίζουν τη δομή σε ένα bepoke σακάκι

Σειρά έχει η σπαλατσότριχα και το μπλαστρόν, δυο ακόμη υλικά που ράβονται πάνω στο καναβάτσο, στο σημείο του στήθους, για να «χτίσουν» το στήθος. Πόσα υλικά και πόση δουλειά κρύβεται κάτω από τη φόδρα!

Με τα βασικά στοιχεία του σακακιού κομμένα, ξεκινά η ώρα του ραψίματος. Με μικρές βελονιές, ο Ανδρέας αρχίζει να στηρίζει το ύφασμα στο καναβάτσο. Ώρα για κλάπες, τις μικρές βελονιές που γίνονται στα πέτα και σε άλλα σημεία ενός bespoke χειροποίητου σακακιού. Ο ράφτης δημιουργεί το θεμέλιο, «ρίχνει τα μπετά» του αρχιτεκτονήματος. Έχει φτάσει η στιγμή για την πρώτη πρόβα.

Πρώτη πρόβα, χωρίς μανίκια, κολάρο και «μόστρες»

Το πρώιμο αυτό σακάκι -το χωρίς μανίκια, «μόστρες» και κολάρο φοριέται για πρώτη φορά από τον πελάτη. Εκεί, ο ράφτης θα σχεδιάσει όλα όσα απαιτούνται για τη συνέχεια. Η πρώτη πρόβα είναι του μάστορα. Το δεύτερος σκέλος της διαδικασίας έχει μόλις ξεκινήσει. Το σακάκι επιστρέφει στο εργαστήριο, ξηλώνεται και ξαναράβεται, βάσει όσων έχει διαπιστώσει ο ράφτης στην πρόβα. Πού θέλει κόντεμα, σε ποια σημεία θέλει μάζεμα, πού θέλει «αέρα». Αυτή είναι μια από τις μεγάλες διαφορές του επί παραγγελία: Το σακάκι ράβεται αποκλειστικά για το δικό σου σώμα. Με όποιες απαιτήσεις αυτό έχει.

Δεύτερη πρόβα, ο μάστορας ελέγχει μανίκια και ώμους

Δεύτερη πρόβα, με μανίκια. Να δει ο μάστορας πώς πέφτουν στους ώμους, αν το σακάκι χρειάζεται παραπάνω μάζεμα σε κάποιο σημείο. Πάλι ξήλωμα, πάλι πίσω στο εργαστήριο. Πάλι δουλειά. Πάλι πρόβα. Τρίτη φορά, να δει ο ράφτης ότι έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί πριν το παραδώσει. Μόνο του μέλημα, να μείνει ευχαριστημένος ο πελάτης. Ξέρει ότι ο ευχαριστημένος πελάτης είναι η καλύτερη διαφήμιση της δουλειάς του.

Αποστολή εξετελέσθη

Η ώρα της παράδοσης. Μπήκε η φόδρα, οι τελικές πινελιές και το σημαντικότερο: η ετικέτα Ermenegildo Zegna 14 milmil 14 ράφτηκε δίπλα σε αυτή του ραφείου της παλιάς Κοκκινιάς. Αποστολή εξετελέσθη. Το εκλεκτό ιταλικό ύφασμα έγινε σακάκι από τα χέρια ενός παραδοσιακού μάστορα.

Έχοντας φορέσει το σακάκι αρκετές φορές πλέον, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι το ύφασμα είναι απίστευτο «στο χέρι». Διαθέτει τη μαλακή αίσθηση της φανέλας ενώ η απαλότητά του δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα αυτή του κασμιριού. Είναι πανάλαφρο, ιδανικό για τον ήπιο Ελληνικό χειμώνα και για να φορεθεί σε γραφείο. Ομολογώ ότι το προσέχω λίγο παραπάνω από τα υπόλοιπα χειμωνιάτικα σακάκια μου, καθώς πάντα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου πόσο ντελικάτο είναι. Σκοπεύω να το χρησιμοποιώ όσο πιο συχνά μπορώ για να τεστάρω την αντοχή και τη συμπεριφορά του στο χρόνο. Άλλωστε, τα σακάκια δεν τα ράβουμε για να μαζεύουν σκόνη στις ντουλάπες, αλλά για να τα ζούμε.

Το ύφασμα έγινε σακάκι
« Τι κάνει ένα σακάκι, blazer
Σπορ, ευέλικτο και… απαραίτητο »