Μια εισαγωγή στην κοινωνική λειτουργία της ένδυσης Δημοσιεύτηκε σε: Προτάσεις
Του Στέλιου Ιατρού
Η χρηστική λειτουργία του ρούχου είναι να μας προστατεύει απ’ τα στοιχεία της Φύσης. Πολύ γρήγορα όμως, το ρούχο απέκτησε και μια μεταχρηστική λειτουργία για τον άνθρωπο, όταν εκείνος συγκρότησε και δραστηριοποιήθηκε πλέον σε κοινωνίες, γιατί λειτούργησε ως ένα αναπόφευκτα ορατό όργανο που με τη μορφή του μπορούσε να μεταδώσει ένα πλήθος πληροφοριών για το περιεχόμενό του, δηλαδή για τον άνθρωπο, και το έκανε τούτο με έναν εξωγλωσσικό μεν τρόπο, παναπεί χωρίς να λέει λέξεις, που παρέμενε δε απολύτως σαφής στα μάτια των μελών της ίδιας κοινότητας, τα οποία γνώριζαν πώς να αποκωδικοποιούν τις συμβάσεις και τα συμφωνημένα υπονοούμενα περί του παραδεκτού, του απαράδεκτου, του αξιέπαινου, του κατάλληλου, κ.ο.κ.
Έτσι, το ρούχο κατέστη οργανικό μέρος της ιδιωτικής και δημόσιας συμπεριφοράς του προσώπου μέσα στην κοινωνία, κι απέκτησε μια κοινωνική λειτουργία. Ένδυση, διατροφή, εργασία και σχόλη, ημερολόγιο και εορτολόγιο, πολιτισμός vs. φύση, αποτελούν θεμελιώδη πεδία έρευνας για την Κοινωνική Ανθρωπολογία, και αυτό μας φανερώνει πως η ένδυση και τα ζητήματα που την αφορούν δεν εξαντλούνται στην αξιολόγηση του αισθητικού αποτελέσματος ενός επαρκούς ή ανεπαρκούς σεταρίσματος.
Γιατί φοράμε τα καλά μας σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις; Έχουμε αναρωτηθεί, ή μήπως, όπως θα υπογράμμιζε ο Εμίλ Ντυρκέμ, η ιδέα αυτή μας είναι τόσο οικεία που δεν κοντοστεκόμαστε πλέον να εξετάσουμε το περιεχόμενο και το κύρος της; Και τί σημαίνει «τα καλά μας»· ποιά ρούχα είναι «τα καλά μας» και γιατί τ’ αποκαλούμε έτσι, μ’ αυτόν τον ηθικής ποιότητας χαρακτηρισμό, που υπαινίσσεται και την ύπαρξη «κακών» ρούχων;
Η γρήγορη απάντηση είναι πως οι αντιλήψεις μας για το καλό και το κακό είναι κοινωνικά προσδιορισμένες, δηλαδή δεν ξύπνησε ο καθένας μας ξεχωριστά ένα πρωί και τις έπλασε μονάχος του, αλλ’ έχουμε διδαχθεί μ’ ένα άδηλο πρόγραμμα εκπαίδευσης να κρίνουμε τί αρμόζει και τί όχι, τί είναι κατάλληλο για κάποια συμφραζόμενα και τί ακατάλληλο, και τα παρόμοια. Αυτό όμως εξηγεί το τί, εξηγεί τον μηχανισμό, όχι το γιατί; Γιατί συγκεκριμένα ρούχα θεωρούνται καλά και άλλα όχι;
Το «γιατί» πάει πίσω σε αρχέτυπα ιδεατής τελειότητας, αειθαλούς νεότητας, αψεγάδιαστης ομορφιάς που κι αυτά τα διδασκόμαστε από την κοινότητα, και τα αρχέτυπα αυτά έχουν ταυτίσει το καλό με κείνο που βρίσκεται πάνω στην ώρα της ακμής του, το ωραίο. Έχουν ταυτίσει την ολοκαίνουργια αρτιότητα, την ατσαλάκωτη επιφάνεια, την καμπυλώδη πτύχωση, την ευθεία ξυραφένια τσάκιση, την χρωματική λαμπρότητα, την τονική καθαρότητα, τη σχεδιασμένη κι όχι τυχαία κομψότητα με το «καλό», ενώ την ατημέλεια με το «κακό», γιατί η ατημέλεια εκλαμβάνεται ως στασιαστική δήλωση αψήφησης των κοινοτικών κανόνων και συμβάσεων, κι έτσι απόρριψης των θέσμιων της κοινότητας εκ μέρους του προσώπου που το βλέπουμε ως αποστάτη.
Κάθε φορά που φοράμε τα καλά μας, επιβεβαιώνουμε, ενισχύουμε, κι αναπαράγουμε την οικονομία σχέσεων που μας συνδέουν με την κοινότητα, ως μια δημόσια πράξη πίστεως προς αυτήν, ως διαπιστευτήριό μας στην αυθεντία της. Και επειδή ανατροφοδοτούμαστε θετικά απ’ το δημόσιο, κοινοτικό μας ακροατήριο που εγκρίνει, γι’ αυτό και αισθανόμαστε ωραία όταν βάζουμε τα καλά μας, κι αποκτούμε κίνητρο να τον ξανακάνουμε, διότι η συλλογική αναγνώριση και η αποδοχή είναι ένα είδος κοινωνικού νομίσματος (social currency). Αυτή η ευμενής κοινοτική ανατροφοδότηση απέναντι στην ενδυματική συμπεριφορά μας καταλήγει να μεταφράζεται βιοχημικά στο σώμα μας με την έκκριση πολύ πραγματικών ορμονών ευχαρίστησης, ηδονής, ικανοποίησης, αισθήματος πληρότητας, ανταμοιβής, αναγνώρισης, ισορροπίας, γαλήνης, ευεξίας, κ.ά. που λειτουργούν ως νευροδιαβιβαστές στον εγκέφαλο, και ομιλώ για τις DOSE (Dopamine, Oxytocin, Serotonin, και Endorphin, που τις έγραψα στ’ αγγλικά μονάχα για να εξηγήσω το ακρωνύμιο).
Ιδιωτικότερα όμως, δηλαδή και δίχως την επιβράβευση της κοινωνίας, το ευχάριστο συναίσθημα του κατορθώματος, της ανταμοιβής, και της πληρότητας το κατακτούμε καθημερινά, κάθε φορά που περιποιούμαστε τον εαυτό μας, γιατί τον εκπαιδεύουμε έτσι, εμπράκτως, με τη ρουτίνα της ευταξίας, της καθαριότητας, της επιμέλειας, στην ιδέα πως μας αξίζει να λαμβάνουμε φροντίδα, όπως αντιθέτως αυτοεκπαιδευόμαστε στην ιδέα πως δεν έχουμε αξία, όταν λογουχάρη αυτοτιμωρούμαστε συμβιβαζόμενοι με πράγματα που δεν μας αρέσουν, λογουχάρη με τα βρόμικα ρούχα τα φορεμένα για πολλές ημέρες συνεχόμενα, με την παραμέληση του εαυτού μας που μετά από κάποιο χρονικό διάστημα δεν αναγνωρίζουμε πια, γιατί άλλα θέλαμε για μας και αλλιώς καταλήξαμε, κι αυτή η γνωστική δυσαρμονία γεννά προβληματισμό και δυστυχία.
Είναι ο ίδιος λόγος που οι αισθήσεις μας ικανοποιούνται όταν τρώμε ζεστό σπιτικό φαγητό φρεσκομαγειρεμένο κι όχι παγωμένα, αηδιαστικά αποφάγια πολλών ημερών απ’ το ψυγείο, ή χαιρόμαστε τα φρεσκοπλυμένα μοσχομυρωδάτα σεντόνια, διότι μας υπενθυμίζουν πως μας αξίζουν τα ωραία πράγματα, αυτά που είναι καλύτερα όταν είναι της ώρας τους. Ο ίδιος λόγος που τα σουπερμάρκετ βάζουν μπροστά στην είσοδο πρώτα πρώτα τα φρέσκα οπωροκηπευτικά και φρούτα, ώστε να μας δηλώσουν πως στο κατάστημα αυτό θα βρούμε υγιεινά και φρέσκα τρόφιμα, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας μέσω ευμενών συσχετισμών, και δεν βάζουν λογουχάρη είδη της τουαλέτας, που τα έχουμε συνδέσει με λιγότερο ευχάριστες εμπειρίες του σπιτιού μας. Οι αντιλήψεις μας για την αξία μας και η αυτοεικόνα μας είναι νοερές συλλήψεις που τις διδασκόμαστε, σύμφωνα με τη γνωστική-συμπεριφορική ψυχολογία, κι έτσι μπορούμε να τις τροποποιήσουμε είτε ευμενώς είτε δυσμενώς· επομένως, μας πέφτει και προσωπική ευθύνη πέραν της κοινωνικής επίδρασης για το πώς θα διαχειριστούμε συμπεριφορικά τα συναισθήματά μας, και πώς θα τα τροφοδοτήσουμε θετικά ή αρνητικά.
Μιλώντας για δημόσιες περιστάσεις και το τί φοράμε σ’ αυτές, ασφαλώς δεν έχει διαλάθει σε κανέναν πως φοράμε μαύρα και συντηρητικά ρούχα στις κηδείες και στα μνημόσυνα, και πως η επιλογή αυτή επιβάλλεται απ’ το ανελαστικό πλαίσιο της κοινοτικής εκδήλωσης του πένθους, δηλαδή των συμβάσεων που η κοινότητα έχει ορίσει ως αρμόζουσες για την περίσταση, και που αναμένει από όλους να τηρήσουν, ειδάλλως θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον κοινωνικό ψόγο. Το πένθος είναι ένα ιδιωτικό ψυχικό πάθος που η δημόσια εκδήλωσή του ακολουθεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα μια πολύ οργανωμένη χορογραφία δημόσιων χειρονομιών συμβολικού χαρακτήρα, τις οποίες η κοινότητα εκλαμβάνει και αποκωδικοποιεί ως ταιριαστές εκφράσεις που φανερώνουν το ψυχικό πάθος χωρίς λέξεις, ακόμα κι όταν αυτό δεν υπάρχει, αλλά το προσποιούμαστε. Μέσα στις χειρονομίες αυτές εγγράφεται σε κεντρική θέση η πένθιμη ενδυμασία.
Αντίστοιχα, στους γάμους ο κώδικας ενδυμασίας είναι καθορισμένος για τα σημαντικά πρόσωπα του μυστηρίου, τη νύφη, τον γαμπρό, τους κουμπάρους, τους συμπέθερους, όμως απαίτηση να ντυθούν προσεγμένα πέφτει πάνω και στους καλεσμένους. Ίσως, είναι ένδειξη της ρηχότητας της εποχής μας, πάντως η αργολογία για τα ρούχα, όπως συμβαίνει και στις τελετές βραβείων με κόκκινα χαλιά ή στις δεξιώσεις, τείνει να περιστρέφεται πιο έντονα γύρω απ’ το τί φορέθηκε από ποιόν και ποιάν παρά γύρω απ’ το μυστήριο που τελείται ή τις άλλες πτυχές της δημόσιας εκδήλωσης.
Στα δύο πολύ ενδεικτικά παραδείγματα κοινωνικών περιστάσεων όπου τα ρούχα κατέχουν μια κεντρική θέση, με τα οποία ξεκίνησα, η κοινοτική ταυτότητα των δημόσιων εκδηλώσεων οικοδομείται γύρω απ’ τη συμμετοχή σε θρησκευτικά δρώμενα, κι έτσι μου παρέχεται η ευκαιρία να σχολιάσω κάποιες όψεις της διασύνδεσης του ρούχου με τα θρησκεύματα.
Περίπου όλα τα επιδραστικά θρησκεύματα ενέταξαν το ένδυμα μέσα στην κοσμογονία τους. Στους περισσότερους ιδρυτικούς μύθους, κάποια θεότητα ή θεότητες είτε ντύνουν τον γυμνό ακόμα άνθρωπο είτε του διδάσκουν πώς να επεξεργαστεί και να συνθέσει με τα χέρια του τα υλικά που θα του χρησιμεύσουν για την ένδυσή του. Η θεϊκή προέλευση και αυτής της τέχνης φανερώνει τη σημασία της ως δωρεάς για τις πρώιμες κοινωνίες, και εγγράφεται ομαλά στο κοινωνικοανθρωπολογικό μοντέλο της μετάδοσης της σοφίας από μιαν ανώτερη, υπερβατική σφαίρα, όπου εκείνη κατοικούσε στις διάνοιες τέλειων όντων, προς την κατώτερη και ατελή σφαίρα των ανθρώπινων έργων.
Στην πατρώα ελληνική παράδοση, τον άνθρωπο τον έπλασε μετά από κάμποσους πειραματισμούς ο Τιτάνας Προμηθέας, που κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο αυτό με τη συνδρομή της Θεάς της Σοφίας και του Ηρωικού Πολέμου, την Αθηνά. Επομένως, από νωρίς στον κοινωνικό βίο τα ρούχα ανταποκρίνονται σε μια σοφή επιλογή. Τα πρώτα ρούχα του φαίνεται πως τα έλαβε ο άνθρωπος απ’ τον Τιτάνα και την Θεά, η οποία όπως και η Εστία, η Ήρα, και η Δήμητρα γνώριζε να υφαίνει, και άλλωστε διέθετε στην ακολουθία της ελάσσονες θεότητες που επίσης γνώριζαν τις τέχνες των υφασμάτων και της επεξεργασίας τους, κι έτσι τις μετέδιδαν στους ανθρώπους. Μιας και ήσαν θεία δώρα, τούτο αμέσως ξεχώρισε τα ρούχα ως αντικείμενα ειδικής σημασίας για τον άνθρωπο, ως προίκα του που αποσκοπούσε στην πλήρωση μιας φυσικής ανεπάρκειας του ανθρώπου.
Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, η οποία αντίθετα με την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή, διαθέτει Αγία Γραφή, δόγματα, και ηθικό χρωματισμό κάθε παρέμβασής της στον ανθρώπινο βίο, τα ρούχα τα έφτιαξε ο Θεός από δέρματα και μ’ αυτά έντυσε τον άνθρωπο μονάχα αφότου οι Πρωτόπλαστοι εξέπεσαν, τρεφόμενοι με τον απαγορευμένο καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού, κι έτσι ένιωσαν το βάρος της αμαρτίας τους. Τότε τους αποκαλύφθηκε η ασχήμια της γύμνιας τους, και μπήκε η ντροπή στη ζωή τους, που συνδέθηκε ακριβώς με τη γύμνια. Πρόκειται και πάλι για θεϊκής προέλευσης δωρεά, που εδώ έρχεται να ικανοποιήσει όχι μιαν ανάγκη προστασίας, αλλά να θεραπεύσει μιαν ηθικού χαρακτήρα βλάβη που επήλθε συνεπεία της ανθρώπινης πτώσης. Επομένως, εδώ τα ρούχα επενδύονται με έναν ρόλο άυλης προστασίας της αιδούς, ιδεολογικής φύσης, και ηθικού περιεχομένου.
Στην Κοινωνική Ανθρωπολογία το ζήτημα της ανθρώπινης γύμνιας, που για πολλούς πολιτισμούς της Ευρώπης και της Ασίας αντιμετωπίζεται ως ταμπού, συνιστά κεντρικό θέμα έρευνας. Το ταμπού έχει να κάνει με το απαγορευμένο, το ηθικά μεμπτό ή το ιερά αποκομμένο απ’ τη βέβηλη ανθρώπινη πραγμάτευση, εκείνο που οφείλει να παραμένει μακριά απ’ όσα θέματα επιτρέπεται να θίγουμε δημοσίως. Τούτο διότι η γύμνια κλείνεται στους εσώτατους χώρους της οικιακής ιδιωτικότητας, συνδεόμενη με την αναπαραγωγική πράξη, που κι αυτή με την πάροδο των αιώνων γενικώς περιορίστηκε στην ιδιωτική σφαίρα. Ακόμα και σε λατρείες όπου η αναπαραγωγική πράξη διατήρησε μια θέση σε κάποια τελετουργικά, εντούτοις και μόνο η ένταξή της σε τελετουργικά σήμαινε πως περιοριζόταν η πρόσβαση σ’ αυτήν μονάχα στους μύστες, μονάχα μέσα σε πλαίσια, και έτσι και πάλι μέσα σε όρια προσδοκίας ιδιωτικότητας.
Πολλά είναι τα θρησκεύματα που έχουν προτάξει εντολές, συστάσεις, και απαγορεύσεις σχετικές με την ένδυση. Τα ρούχα ταξινομήθηκαν σε κατάλληλα και ακατάλληλα για τους πιστούς, μύστες, λάτρεις, ενώ για τα ιερατεία διαχωρίστηκαν ειδικότερα ενδύματα, που αμέσως απέκοπταν τα πρόσωπα της ιεροσύνης απ’ τους λάτρεις. Σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθω αργότερα, όταν θα μιλήσω για τη στολή. Συγκεκριμένα ρούχα επετράπησαν σε συγκεκριμένα φύλα, ηλικίες, ώρες, εποχές, και περιστάσεις, κι έτσι οι παραβάσεις συνδέθηκαν με ηθική απαξία. Συνεκδοχικά, τα ρούχα ταξινομήθηκαν σε ιεραρχίες ηθικής αξίας και ηθικής απαξίας, ώστε εάν κάποιος παραβίαζε τους κανόνες, λογουχάρη φορούσε ενδύματα του άλλου φύλου, τούτο αμέσως να γεννά αρνητικούς συσχετισμούς για το ίδιο το πρόσωπο στα μάτια της κοινοτητας. Έτσι, τα ρούχα εντός της δημόσιας σφαίρας της κοινότητας μετέφεραν τις δικές τους αρετές ή κακίες πάνω στο πρόσωπο που τα έφερε, κι αυτό είναι μια επαναστατική σύλληψη, γιατί τοτεμικά συνδέει το πρόσωπο και την προσωπικότητά του με το αντικείμενο που φέρει. Θέλοντας και μη, το ρούχο συνιστά προέκταση δηλωτική όψεων της προσωπικότητάς μας, κι αυτό είναι ακόμα μία κοινωνική λειτουργία του.
Συνάμα, τα ρούχα φορτίστηκαν απ’ τα θρησκεύματα με λειτουργία ενισχυτική της δομής μέσα την κοινωνία. Δομή λέμε την εμπεδωμένη οργάνωση σε τάξη, ενώ αντιδομή την ανατροπή της τάξης αυτής. Μέσα στο έτος ή σε συγκεκριμένους ιερούς τόπους, τεμένη, που σημαίνει τα’ αποκομμένα μέρη, απ’ το ρήμα τέμνω, επιτρεπόταν κατά το ετήσιο εορτολόγιο απ’ τα ίδια τα θρησκεύματα για λίγο η αντιδομή, κάπως σαν βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης που συσσώρευε η αυστηρή τήρηση των κανόνων. Τέτοια φαινόμενα αντιδομής είναι τα διαφόρων λογιών καρναβάλια και καρναβαλικά δρώμενα, όπου η αλλαγή των τυπικώς αποδεκτών ενδυμάτων, η μεταμφίεση, λειτουργεί ως κατεξοχήν όχημα της εφήμερης, αντιδομικής κοινοτικής συμμετοχής, παρέχοντας ορατή μορφή στην ανατροπή των παραδεδεγμένων μέχρι τότε ρόλων και δημόσιων ταυτοτήτων των προσώπων μελών της κοινότητας, αυστηρά μέσα στα συμφραζόμενα των εορτασμών, όπου και επιτρέπεται η ειδάλλως ανεπίτρεπτη παρέκκλιση.
Οι μεταμφιέσεις αυτές συνήθως διαχέουν ή διαλύουν τα όρια μεταξύ της διάκρισης των φύλων, αλλά και επιτρέπουν σε ανθρώπους να μεταμορφωθούν σε υπερβατικά πλάσματα, όπως φαντάσματα, δαίμονες, στοιχειά, βαμπίρ και λοιπά τέρατα της λαϊκής δοξασίας, της δημώδους και εσχάτως της λόγιας παράδοσης, καθώς και να ενδυθούν ρόλους και ταυτότητες που δεν τους ανήκουν κατά το υπόλοιπο έτος. Έτσι καθίσταται σαφές πως μέσα στην κοινωνική λειτουργία των ενδυμάτων, έγινε αντιληπτό πως τα ρούχα που φοράμε συνδέονται οργανικά με την δήλωση του ρόλου και της ταυτότητας που έχουμε επιλέξει να προβάλουμε για τον εαυτό μας μέσα στην κοινότητα αλλά και απέναντι στον αόρατο κόσμο των υπερβατικών δοξασιών.
Επιμένοντας για τη σχέση θρησκευμάτων και ρούχων, πολλές πίστεις και λατρείες επεφύλαξαν ειδική θέση για τα ρούχα μέσα στους μύθους και στις λατρευτικές πρακτικές. Στον αρχαιοελληνικό κόσμο, οι θεότητες διέθεταν μαγικά ρούχα, όπως φτερωτά υποδήματα που διευκόλυναν την πτήση (λ.χ. ο Ερμής, που τα έδωσε κάποια στιγμή στον Περσέα), σκούφους ή μανδύες αορατότητας (η «κυνέη» που είχε ο Ερμής και ο μανδύας της Αφροδίτης στον Τρωικό Πόλεμο, αντίστοιχα), άτρωτους πέπλους (η Αθηνά, απ’ το τομάρι της Αίγας-Νύμφης Αμάλθειας), που η Θεά της Σοφίας μπορούσε μάλιστα με μια κίνηση να βγάλει τον πέπλο της αυτόν και να τον μετατρέψει σε άτρωτη ασπίδα, την αιγίδα, που έγινε ακόμα πιο επικίνδυνη απ’ τη στιγμή που προσάρμοσε πάνω της το γοργόνειον, το κομμένο κεφάλι της Γοργούς Μέδουσας που πέτρωνε όποιον το κοίταζε στα μάτια, και χρησιμοποιήθηκε στην Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία, και άλλα.
Απ’ την άλλη μεριά, οι πιστοί προσέφεραν ρούχα στις θεότητες, ντύνοντας τα λατρευτικά τους αγάλματα. Για παράδειγμα, στα Παναθήναια, κάθε χρόνο πομπή παρθένων ανέβαζε στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης τον πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος, με τον οποίον έντυναν όχι το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θέας που είχε φτιάξει ο Φειδίας (αυτό το είχαν για να το φωτογραφίζουν οι γιαπωνέζοι τουρίστες), αλλά το αχειροποίητο Παλλάδιον που φυλασσόταν στο Ερέχθειον, κι αυτό ήταν το διηπετές ξόανο, ένα κομμάτι ξύλο που είχε πέσει από τον ουρανό δηλαδή, και πιστευόταν πως αφαιρετικά απέδιδε τη μορφή της Αθηνάς. Στην αρχαιότητα υπήρχαν κάμποσα τέτοια διηπετή ξόανα, αλλά και ασχημάτιστες μάζες λίθου που λατρεύονταν ως αχειροποίητα αγάλματα θεοτήτων, και πιστευόταν πως η ευημερία της πόλης ή του ιερού συνδεόταν με την ύπαρξη και μακροημέρευσή των ξοάνων τους. Στις μέρες μας, σκηνώματα αγίων ντύνονται με νέα άμφια και υποδήματα προ της ετήσιας εορταστικής τους λιτανείας, λογουχάρη στα Επτάνησα.
Μιας και αναφέρθηκα νωρίτερα στη στολή, ως τέτοια νοείται κάθε παγιωμένης μορφής και τυπολογίας ενδυμασία που τη φέρουν ομοιόμορφα και χωρίς ουσιώδεις παρεκκλίσεις άνθρωποι που μετέχουν σε μια κοινότητα επαγγέλματος ή λειτουργήματος. Σκοπός της είναι να καλύψει πρόσκαιρα και επιτόπου τη διαφορετικότητα των μελών της κοινότητας κάτω απ’ τη συμφωνημένη ομοιομορφία της, κι έτσι να συμβάλει στη διαμόρφωση κοινοτικού συναισθήματος κατά το διάστημα που τα μέλη φορούν τη στολή.
Σ’ εκείνην την περίσταση, η στολή σβήνει τη διασπαστική ατομικότητα του προσώπου και αναδεικνύει τη συγκολλητική συλλογικότητα της κοινότητας, αποκτά δ’ έτσι μια σχεδόν μαγική λειτουργία, καθώς (α) δένει τα πρόσωπα στη νέα ταυτότητα και τον νέο ρόλο που αναλαμβάνουν, για όσο φορούν τη στολή και επιτελούν τα σχετιζόμενα καθήκοντά τους, ενώ (β) τα λύνει, όταν ολοκληρώσουν το έργο τους για τη μέρα, βγάλουν τη στολή, κι επανέλθουν έτσι αυτόματα στην προτέρα τους ταυτότητα και προσωπική ιδιωτικότητα. Το δέσιμο και το λύσιμο είναι το μαγικό στοιχείο εδώ: η ένδυση της στολής προσδένει στον ρόλο, η απέκδυσή της λυτρώνει απ’ αυτόν και επιστρέφει το πρόσωπο στην ψυχική ισορροπία της αυτοκυριότητας έξω απ’ την εφήμερη συμμετοχή του στην κοινότητα των λοιπών ένστολων.
Συμβαίνει, βέβαια, πολλοί ένστολοι να μεταφέρουν και εκτός υπηρεσίας την επίκτητη, υπηρεσιακή τους ταυτότητα ως ένστολων λειτουργών καί στην ιδιωτική τους σφαίρα, και τούτο δεν είναι πάντοτε υγιές· γι’ αυτό και βλέπουμε λογουχάρη αξιωματικούς που ήκμασαν, όταν ήσαν εν ενεργεία, να βυθίζονται στην κατάθλιψη και να μην αναγνωρίζουν κάποιαν αυταξία στην ιδιωτική τους ταυτότητα, όταν πλέον αποστρατευτούν, αλλά να φοράνε τη στολή τους στο σπίτι τους, ως απόπειρα να θυμηθούν παρηγορητικά την εποχή που είχαν κατακτήσει σπουδαία κατορθώματα. Αυτό προκύπτει γιατί η ένδυση μιας στολής πολύ συχνά έχει το αποτέλεσμα να ενσωματώνει κανείς καί τη σπουδαία συλλογική ταυτότητα όλης της ένστολης κοινότητας, τα ένδοξα κατορθώματα και η προβεβλημένη ιστορία της οποίας υπερβαίνουν τον άνθρωπο ως ατομικό πρόσωπο, κι έτσι να του είναι πια πολύ δύσκολο να εγκαταλείψει κάποια στιγμή αυτό το πολύ σημαντικό και πολύ αξιέπαινο στο οποιο συμμετείχε, όταν ακόμα ανήκε ενεργά στην κοινότητα.
Η στολή ισοπεδώνει μεν την ατομική διαφορετικότητα του προσώπου, αλλά οργανώνει εσωτερικά την κοινότητα των ενστόλων σε δομικές ιεραρχίες ισχύος, γιατί φυσικά δεν υπάρχουν κοινότητες χωρίς κάποια εσωτερική οργάνωση ιεραρχιών ισχύος. Έτσι οι στολές συνήθως φέρουν και διακριτικά ανωτερότητας και κατωτερότητας, που υπενθυμίζουν στους εντός όσο και στους θύραθεν της κοινότητας τους ρόλους όσων φέρουν τη στολή. Παράλληλα, οι στολές υπενθυμίζουν τα όρια των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σε όσους τις φορούν, τις υποσχέσεις που έχουν δώσει κατά την ανάληψη των αξιωμάτων τους, και τους συγκρατούν από πράξεις ανάρμοστες για την θεσμικότητα, την ιστορία, και το κύρος της κοινότητας στην οποίαν ανήκουν, για όσο τις φορούν.
Ακόμα, οι στολές συνδέονται πολύ πιο δομικά απ’ ότι οι τυχαίες ιδιωτικές ενδυμασίες, με την διατράνωση, επιβεβαίωση, ενίσχυση, και αναπαραγωγή της εμπεδωμένης οικονομίας σχέσεων εντός της κοινότητας των ενστόλων, που συνιστούν οργανικό τμήμα του συμβολικού διαλόγου άρχοντος και αρχομένου μέσα στην κοινωνία. Είναι εμπειρικά ανοίκειο να φανταστούμε ένα στράτευμα ή ένα σώμα αστυνόμευσης όπου ο καθένας θα φοράει ό,τι θέλει, γιατί η στολή συντηρεί οπτικά με την προβλεπόμενη ομοιομορφία της την αίσθηση συνοχής, πειθαρχίας, και καλοκουρδισμένης μηχανικής του συλλογικού σώματος.
Ειδικότερα για τους άρχοντες, είτε ενστόλου σώματος, είτε ιερατείου, είτε πολιτικού οργανισμού, η ενδυμασία μεταφέρει οπτικά υπαινιγμούς και συμπαραδηλώσεις για τη θέση τους στην κορυφή του σώματος των αρχομένων, και το κάνει αυτό με τα λεγόμενα διάσημα της εξουσίας. Τα ρούχα, με άλλα λόγια, συμβάλλουν στην μετάδοση του μηνύματος πως αυτός που βλέπετε εδώ παίζει κάποιον ρόλο διαφορετικό απ’ τον συνηθισμένο, πως εκφράζει μιαν εξουσιαστική ιεραρχία ισχύος συγκριτικά με τον υπόλοιπο λαό, και γενικά ωφελεί τον άρχοντα να μην απεκδύεται τα διάσημά του κατά τις δημόσιες επαφές του με τον αρχόμενο, ώστε χωρίς να απαιτείται διαρκώς η μάλλον ενοχλητική προφορική ή διαδραστική δήλωση να διευκολύνεται παθητικά η υπενθύμιση των ορίων μεταξύ των δύο πλευρών.
Για να δώσω ένα παράδειγμα αντιδομής: προ ολίγων ημερών (το κείμενο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 2021) επισκέφτηκε το Μαξίμου ο τραγουδιστής των Μελισσών Χρήστος Μάστορας, για να θέσει ζητήματα της Ελληνικής Κοινότητας των Βορειοηπειρωτών στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Πιστεύοντας πως τιμούσε την επίσημη περίσταση, και καλώς το σκέφτηκε, έβαλε σκούρο σακάκι και ανοιχτόχρωμο πουκάμισο. Ο συνδυασμός πρακτικά δεν ήταν πολύ επιτυχημένος, αλλ’ άμα είσαι νέος κι ωραίος ό,τι και να βάλεις σου πάει. Αντιθέτως, ο Πρωθυπουργός και οικοδεσπότης νόμισε πως η photo opportunity με το νεανικό είδωλο της ελληνικής ποπ τού παρείχε τη βολική ευκαιρία να ενδυθεί έναν ρόλο που δεν του είναι γνήσιος κι αυθεντικός, κι έβαλε chinos, ένα φούτερ, κι από μέσα ένα λευκό φανελάκι που διακρινόταν στον λαιμό. Ασφαλώς είχε προσέλθει με κοστούμι στο Μαξίμου εκείνο το πρωί, κι έτσι πριν την συνάντηση ενδύθηκε τη νέα του στολή, που νόμιζε πως θύμιζε νεανικότητα, χαλαρότητα, και προχειρότητα, γιατί έτσι εικάζει, μολονότι ο ίδιος ανήκει στην ταξική κι εξουσιαστική ελίτ, πως ντύνεται ο απλός λαός ακόμα κι όταν προσκαλείται να συναντηθεί με τους άρχοντές του. Η φωτογραφία απ’ τη συνάντηση των δύο ανδρών αποτύπωνε την αντιστροφή των ρόλων τους, και ίσως το αποτέλεσμα να άγγιζε το φαρσικό, γιατί καί οι δύο είχαν αποτύχει να ενδυθούν μια κοινωνική ταυτότητα που δεν τους ήταν γνήσια, αυθόρμητη, κι αυθεντική. Όμως ο Μάστορας έδειχνε και πάλι ωραίος, ενώ ο Πρωθυπουργός έδειχνε σαν κάτι ξένο προς αυτό που είναι, φορώντας μάλιστα μια στυλιζαρισμένη στολή των working classs λαϊκών στρωμάτων κατά την αντίληψη τη δική του και των συμβούλων επικοινωνίας του.
Η στενή σύνδεση της στολής με (α) την οπτική αποτύπωση εξουσιαστικών ρόλων εντός της κοινότητας ενστόλων διοικητών ενώπιον της θύραθεν κοινωνίας διοικούμενων που δεν φορούν τη στολή, (β) με τη δομική οριοθέτηση του ένστολου προσώπου μέσα στην ιεραρχία εξουσίας της δικής του κοινότητας, και (γ) με την εξουσία που όσο φορά τη στολή του επιτρέπεται να ασκήσει, έχει φορτίσει τη στολή με ειδικά νοήματα μέσα στην γκάμα των κοινωνικοανθρωπολογικών ταμπού, γιατί η ένδυση με στολή επιτρέπεται μονάχα σε όσους ανήκουν στην ένστολη κοινότητα, ειδάλλως αντιποιούνται αρχή και εξουσία. Έτσι τους αποτέμνει απ’ τη λοιπή κοινότητα, και τους καθιστά ξεχωριστούς· it makes them stand out and that makes them outstanding.
Επειδή η εξουσία είναι αφροδισιακή, κι επειδή τα ενδύματα όπως είπα νωρίτερα μεταδίδουν την πληροφορία του ρόλου και της ταυτότητας, μια σειρά από φετιχισμούς συνδέονται είτε με ολόκληρη τη στολή είτε με αξεσουάρ της στολής, και φετίχ σημαίνει την απόδοση λατρείας σε αντικείμενα, το ίδιο το είδωλο, ή ισόθεα πρόσωπα του χώρου του παγανισμού. Οι παραφιλίες γενικά δεν αποτελούν ψυχικές διαταραχές, και όπου υπάρχει αβίαστη συναίνεση μεταξύ ενηλίκων χωρίς να προκύπτει βλάβη που προσκρούει πάνω στην κείμενη νομοθεσία, μάλλον δεν μας πέφτει πολύς λόγος στον Δυτικό μας Κόσμο. Το σημείο που θα ήθελα να αγγίξω με την αναφορά μου εδώ είναι πως η στολή και ακόμα ευρύτερα κάθε ρούχο μπορεί να ενταχθεί και να συμβάλει οργανικά στην ερωτική φαντασίωση, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που δηλώνουν ότι έχουν μιαν αδυναμία σε κάποιο ρούχο, εσώρουχο, αξεσουάρ, κλπ., γιατί στην πραγματικότητα αντιλαμβάνονται την ερωτική τους αυτοεικόνα και ταυτότητα ως ενταγμένη μέσα σε μια οικονομία σχέσεων που συσχετίζεται με την εξουσία που παραχωρούν στον/στην ερωτική τους σύντροφο. Δεν είναι σπάνιο το ερωτικό roleplaying με την χρήση στολών ή ενδυμάτων που παραπέμπουν σε στολές.
Η σκοτεινή πλευρά της δύναμης ισοπέδωσης που περιέχει μια στολή έχει αξιοποιηθεί στη λογοτεχνία, το θέατρο, και τον κινηματογράφο σε δυστοπικά αφηγήματα, όπου μια τυραννική αρχή επιβάλλει κάποια μίζερη, λιτή, πανομοιότυπη για όλους ενδυμασία, μια ανδρογυνικά κοινή στολή που εξισώνει τους πάντες, και κυρίως τους κάνει να χάνονται μέσα σε μιαν αλλοτριωμένη μάζα που απαλείφει την ιδιοπροσωπία της ατομικής τους ταυτότητας, προκειμένου με μιαν άδηλη, μη φραστική βιαιότητα να υποτάξει στη συλλογική υπερδομή την προσωπική διαφορετικότητα, τον ατομισμό, όλα όσα επιτρέπουν στον άνθρωπο να συλλάβει μοναχός του, πηγαία, γνήσια, κι αυθόρμητα την εικόνα του εαυτού του στο παρελθόν, στο παρόν, και στο μέλλον.
Αξιοποιώντας το φαινόμενο που λέμε «καμουφλάζ αγέλης» (λ.χ. όταν ο ζέβρες είναι συγκεντρωμένες σε τεράστια κοπάδια, οι ρίγες τους που συμπλέκονται επιτρέπουν στα περιγράμματά τους ν’ αλληλοπεριχωρούνται, να διαχέονται οι μορφές τους, κι έτσι να μην ξεχωρίζουν στα μάτια των θηρευτών τους, ομοίως δε ήταν ο σκοπός να συμβεί στις φάλαγγες του πεζικού των Πρώσων στρατιωτών του Φρειδερίκου του Μεγάλου, όταν επέβαλε την κοινή στολή για όλους) οι δυστοπικοί τύραννοι αποβλέπουν στο να χαθεί το περιεχόμενο του ατομικού υποκεμενου διαχεόμενο μέσα στο συλλογικό της κοινότητας, ακολουθώντας την διάχυση της μορφής που η στολή διευκολύνει. Ενδεικτικά παραδείγματα, το «1984» του Τζωρτζ Όργουελ και η ταινία «Metropolis» του Φριτζ Λανγκ, δημιουργών που διατηρούσαν στις αναμνήσεις τους τις εικόνες των ενστόλων του Μεγάλου Πολέμου, και είχαν συνδέσει στις νοερές τους αναπαραστάσεις τη στολή με τις σκαιότερες στιγμές της Ανθρωπότητας.
Μιας και μιλάω κάθε τόσο για ρόλους, ταυτότητες, κι εξουσία, η ενδυμασία αξιοποιείται συστηματικά από φορείς εξουσίας για την προβολή του αυξημένου κύρους τους, του υψηλού τους αξιώματος, ακόμα κι όταν κατ’ εξαίρεση ενδύονται ένα λαϊκότερο outfit για επικοινωνιακούς λόγους, κι έτσι λειτουργεί κοινωνικά ως ένα όργανο οριοθέτησης μεταφορικών τόπων, κατά Μισέλ Φουκώ, ή του βασικού διαχωρισμού Εμείς και οι Άλλοι, κατά Κλωντ Λεβί-Στρως. Ακόμα κι όταν δούμε έναν άρχοντα να ενδύεται τα ρούχα του αρχομένου, γνωρίζουμε πως το κάνει κατ’ εξαίρεση, και μας το υπενθυμίζει άλλωστε εκείνος ο ίδιος, όταν αμέσως μετά μας ομιλεί για το πόσο του είχε λείψει αυτή η ανέμελη χαλαρότητα της ανθρώπινης στιγμής. Εκείνο που υπαινίσσεται ο ισχυρισμός του άρχοντα είναι πως ο ίδιος ως κάτοχος και φορέας εξουσίας μετέχει ήδη της θεϊκής σφαίρας, ενώ τα φυσιολογικά που κάνουμε εμείς οι υπολοιποι είναι εκείνα που ο ίδιος σπανίως προλαβαίνει να γευτεί, και τα χαρακτηρίζει ως «ανθρώπινες στιγμές», σαν ο ίδιος να μην είναι πλέον τυπικός άνθρωπος αλλά περίπου θεός, που μας κάνει χάρη, όταν κατέρχεται απ’ το ύψιστο Κέτερ στο υλικό σεφιράχ του Μαλχούτ.
Η ρίζα του ισχυρισμού πάει πίσω στους βασιλείς της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, του Ελληνιστικού Κόσμου αργότερα, όταν οι πλούσιοι και οι ηγεμόνες επεφύλασσαν στον εαυτό τους τη συμμετοχή στη θεϊκή σφαίρα, καθώς δήλωνε και το μιθραϊκό ακτινωτό στέμμα που φορούσαν οι ελληνιστικοί Βασιλείς και το βλέπουμε σήμερα στο Άγαλμα της Ελευθερίας. Στην εποχή μας, λογουχάρη στη Μπελ Επόκ και τον Μεσοπόλεμο, οι σταρς του δημόσιου θεάματος με τους ιμπρεσάριους, τις εντυπωσιακές ενδυμασίες, και τον φανταχτερό τρόπο ζωής ονομάζονταν «ντίβες», παναπεί «θεϊκές», και Vamps, απ’ το Vampire, τίτλοι που υπαινίσσονταν την απομάκρυνσή τους απ’ την φθαρτότητα της θνητής τους φύσης. Και σήμερα ακόμα, τους ενδυματικούς κανόνες και τις συμβάσεις που οι κοινοί θνητοί τηρούμε, για να μην μας πούνε ψώνια, οι σταρς επιτρέπεται να τους παραβιάσουν σε όποιον βαθμό επιθυμούν, και κει το λέμε στυλ και προχώ, και το επικροτούμε, και δεν μας νοιάζει, αλλά το αντιγράφουμε κιόλας. Αυτό συμβαίνει γιατί εμφορούμεθα από μια ψυχική διάθεση που λέγεται «δέος ενώπιον της εξουσίας ή του πλούτου».
Μολονότι δεν μπορώ σ’ ένα κείμενο να εξαντλήσω το ζήτημα της κοινωνικής λειτουργίας της ενδυμασίας, θα ήταν παράλειψη να μην πω δυο πράγματα για τους ενδυματικούς κώδικες διάφορων κοινοτήτων που τις λέμε υποκουλτούρες μέσα στην ευρύτερη κοινότητα. Οι κοινότητες των οπαδών συγκεκριμένων ειδών μουσικής, όπως η πανκ, η ροκ, η χέβυ μέταλ, η κοινότητα του γκοθ, των inner cities και των ghettos, παλιότερα οι κοινότητες του αστικού υποκόσμου, για παράδειγμα της μαφίας, γέννησαν στυλ ένδυσης ανθεκτικά στον χρόνο, και αυτά ήσαν μέρος απ’ τις οπτικές τους διακηρύξεις πως η κοινότητά μας είναι εδώ, είναι μια γνήσια κι αυθεντική νόρμα μέσα στο αστικό τοπίο, και διεκδικούμε τη νομιμοποίησή μας ανάμεσα στις ανταγωνιστικές νόρμες.
Η παρόμοια ενδυμασία εγγράφει πρόσωπα σε υποκουλτούρες όπως και σε εργασιακές και εισοδηματικές κοινότητες, κι έτσι αποκτά εμφανή λειτουργία συγκρότησης ταξικής κοινότητας, γιατί εκδηλώνει οπτικά την αυτόβουλη ένταξη ενός προσώπου στην αντίστοιχη κοινωνική ταυτότητα. Οι blue collars και οι white collars συνιστούν μια τυπική τέτοια διάκριση στον αστικό, νεωτερικό κόσμο της Δύσης, και οι όροι προέρχονται απ’ τον χώρο των πουκαμίσων τους. Στην Ινδία πάλι, μια κοινωνία αυτοτελούς κουλτούρας εδραζόμενης πάνω σε μια κρηπίδα αρχέγονης διάκρισης σ’ ένα σύνθετο σύστημα καστών και περίπου απαγόρευσης κοινωνικής κινητικότητας, η ενδυμασία ακολουθεί και συμβάλλει στην διαιώνιση των ταξικών διακρίσεων, που είναι πλέον κληρονομικές.
Και στον δικό μας ελληνορρωμαϊκό κόσμο, συγκεκριμένα ενδύματα ή χρώματα ήσαν προσβάσιμα μονάχα στα ανώτερα στρώματα, ακόμα κι όταν κάποιος από κατώτερο στρώμα μπορούσε να καταβάλει τη δαπάνη για να τ’ αποκτήσει· για παράδειγμα το πορφυρό χρώμα ήταν απαγορευμένο έξω απ’ την αυτοκρατορική οικογένεια, κι έτσι οι υπόλοιποι όφειλαν ν’ αρκεστούν στον βαφικό κόκκο, που έδινε το κόκκινο χρώμα, το οποίο κάπως προσέγγιζε το πορφυρό, μολονότι μήτε την ένταση και την αντοχή του διέθετε, μήτε ξεγελούσε κανέναν. Αντίστοιχα στην Κίνα, το αυτοκρατορικό κίτρινο ήταν πολύ διακριτό απ’ το κίτρινο των κοινών θνητών.
Η κοινωνική διάκριση, όμως, που συνοδεύει την κοινωνική λειτουργία της ενδυμασίας δεν εξαντλείται στην ταξικότητα ή στη συγκρότηση υποκοινότητας ενδιαφερόντων. Τα ρούχα αξιοποιούνται ως μέσον δηλωτικής οπτικοποίησης της μετάβασης ενός προσώπου από μια φάση της ζωής του σε μιαν άλλη, και για την μετένταξή του από μια κοινότητα ηλικίας σε μιαν άλλη. Η ένδυση λειτουργει ως διαβατήριο έθιμο (rite of passage): θα θυμάστε στην ταινία «Malena» του Τζιουζέπε Τορνατόρε πως τα παιδιά φορούσαν κοντά παντελονάκια, μέχρι ξαφνικά μια μέρα ο πατέρας τους να τα πάει στον ράφτη και να τους ράψει το πρώτο τους μακρύ παντελόνι, που το φορούσαν και διέσχιζαν περήφανα για την ενηλικίωσή τους την πλατεία της πόλης μια Κυριακή, ενώπιον όλης της κοινότητας. Η διάβαση απ’ την παιδική ηλικία στον ενήλικο βίο γινόταν χωρίς τη μεσολάβηση μιας μακράς εφηβείας, σ’ ένα μόλις εικοσιτετράωρο. Παρόμοια, στον μεσαιωνικό γοτθοσλαβικό κόσμο, τ’ αγόρια ένα βράδυ ενδύονταν τη δορά λύκων, και ανέβαιναν στις κορυφές των λόφων, όπου θυσίαζαν στον Περούν, τον θεό του υετού και του κεραυνού, αδελφοποιούμενα τοτεμικά με τους λύκους· στη συνέχεια, κατέρχονταν απ’ το βουνό πίσω στους οικισμούς τους ως άνδρες, για την ακρίβεια ως τοτεμικοί λυκάνθρωποι, Wer (ανήρ) + Wolf (λύκος), που μας έδωσε το werewolf. Αντίστοιχα στα πρωτοσλαβικά, Vlk (ινδοευρωπαϊκό ομόρριζο του ελλ. λύκος) + dlk (τομάρι, δορά), που προφερόταν κάπως σαν /βούλκντλακ/ και μας έδωσε στα ελληνικά τον βρυκόλακα. Και φυσικά διαβατήρια έθιμα υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους. Στις μέρες μας, τί λένε πολλοί στον φίλο κλασικιστή Γιάννη Μάρκο όταν τον βλέπουν με εφτάδιπλη μεταξωτή γραβάτα και collar pin στον διάδρομο με τα γιαούρτια; «Για γαμπρός πας;» Διότι η προσεγμένη ένδυση έχει συσχετιστεί με τη διάβαση απ’ τον εργένικο στον έγγαμο βίο, ενώ τους αποτυχημένα «καλοντυμένους» τους αποκαλούμε περιπαικτικά «κλαρινογαμπρούς».
Για όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμα που δεν χωρούν εδώ, η ενδυμασία μας δεν εξαντλείται στο αισθητικό αποτέλεσμα μήτε στην κάλυψή μας απ’ τον καιρό. Συμπαραδηλώνει πολλά πράγματα για την ψυχική μας διάθεση, τη βούλησή μας, την ταυτότητα που επιθυμούμε να προβάλουμε, την ένταξή μας σε υπηρεσίες, λειτουργήματα, κοινότητες, κοινωνικές τάξεις, υποκουλτούρες, για τη συμμετοχή μας στην κατοχή και νομή της εξουσίας, για τα γούστα μας, για τα όρια που θέτουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους, για τις απομακρύνσεις μας και τις προσεγγίσεις μας προς τους γύρω μας, για την παιδεία και την αυτοεικόνα μας, για ένα σωρό άλλες κοινωνικές διαστάσεις και όψεις της παρουσίας μας μέσα στο συλλογικό σώμα, κι έτσι θα ήταν ωφέλιμο να προσέχουμε τί και πότε το φοράμε, πώς το φοράμε, και ποιά ωφέλιμη προτεραιότητά μας υπηρετεί.
Επίμετρο
Στο live του γκρουπ, παρέθεσα τρία παραδείγματα απ’ την Ιστορία, όπου τα ρούχα έπαιξαν κάποιο ρόλο κοινωνικής διάστασης.
Το πρώτο αφορούσε την ένδυση των Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους. Η Ιερουσαλήμ απελευθερώθηκε το καλοκαίρι του 1099 και έπεσε ξανά σε μουσουλμανικά χέρια την 2α Οκτωβρίου 1187, όταν την κυρίεψε ο Σουλτάνος Σαλαντίν της Αιγύπτου. Έκτοτε, η σταυροφορική παρουσία περιορίστηκε σε διαρκώς συρρικνούμενες εκτάσεις στα παράλια, σε μερικά κάστρα και οχυρά. Όσο υπήρχαν οι Σταυροφορικές κτήσεις της Outremer, οι Ευρωπαίοι κατάφρακτοι ιππότες και οι men-at-arms τους εξακολούθησαν να φορούν στο θερμό και άνυδρο κλίμα της Μέσης Ανατολής τα βαριά μάλλινα ενδύματα με το layering και τις διπλές, βαριές πανοπλίες (chainmail κι από πάνω full-plate) που φορούσαν καί στην ψυχρότερη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη.
Συνέπεια: οι Σταυροφόροι ταλαιπωρούνταν από πολλές ασθένειες συχνά θανατηφόρες, όπως ιλαρά, λέπρα, από δερματικές παθήσεις, από αφυδάτωση και χρόνια κόπωση, και, όταν δεν σκοτώνονταν στη μάχη απ’ τους ενδυματικά προσαρμοσμένους Σαρακηνούς, πολλοί απ’ αυτούς αποχαιρετούσαν πολύ γρήγορα, μέσα σε λίγους μήνες απ’ την άφιξή τους, τους Αγίους Τόπους και τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο Βασιλεύς της Ιερουσαλήμ και οι υποτελείς του πρίγκιπες, κόμητες, και βαρόνοι ζητούσαν μάταια ενισχύσεις απ’ τη Δύση και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, που αναγνώριζαν ως suzerain τους, προκειμένου να γεμίσουν τα κενά απ’ την αδιάλειπτη αιμορραγία των δυνάμεών τους, που το φεουδαρχικό σύστημα της Ευρώπης από ένα σημείο κι έπειτα αδυνατούσε να καλύψει.
Δεύτερο παράδειγμα ανέφερα το Σκάνδαλο του Διαμαντένιου Περιδεραίου που ξέσπασε στη Γαλλία το 1784-1785, όπου ενεπλάκη αδίκως μέσω μιας απατεώνισσας, της Jeanne de la Motte ή αλλιώς Jeanne de Valois-Saint-Remy, τ’ όνομα της ίδιας της Βασίλισσας Μαρίας Αντουανέτας, συζύγου του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, η οποία ήταν ήδη σφόδρα αντιπαθής στον λαό τόσο για την αυστριακή καταγωγή της, όσο και για την αρχικώς υπερσπάταλη αυλική συμπεριφορά της.
Όταν διέρρευσαν φήμες πως η Μαρία Αντουανέτα είχε τάχα ενδιαφερθεί να καρπωθεί στα κρυφά μέσω τρίτων ένα υπερπανάκριβο περιδέραιο που είχε κατασκευαστεί προ ετών για μιαν ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄, ενώ δημοσίως το είχε αρνηθεί, το σκάνδαλο έλαβε τεράστιες διαστάσεις δηλητηριώδους επίκρισης κατά τα πέντε προεπαναστατικά χρόνια, φήμες που δεν καταλάγιασε η αποκάλυψη και καταδίκη των υπευθύνων απατεώνων που είχαν ενεργήσει δήθεν στ’ όνομά της.
Ένας ασύλληπτος όγκος αντιμοναρχικής προπαγάνδας έσυρε το κύρος και την ηθική αυταξία του Ancien Régime στον υπόνομο, υπογραμμίζοντας με δριμύτητα και οξύτητα τον ηθικό ξεπεσμό του Στέμματος και την λαϊκώς δυσάλγητη διαφθορά της Αυλής, σε μιαν εποχή ακραίας φτώχειας και στερήσεων για τον λαό που σε λίγα χρόνια η Επανάσταση επρόκειτο ν’ αποκαλέσει Έθνος και ν’ αναβιβάσει σε νομιμοποιητική αρχή ύπαρξης του Κράτους, αντικαθιστώντας το Στέμμα. Η εκρηκτική σκανδαλολογία για το αδαμάντινο περιδέραιο, που ασφαλώς εάν περιερχόταν στα χέρια της Βασίλισσας θα συνιστούσε αξεσουάρ εμβληματικό της ταξικής της θέσης μέσα σε μιαν ειδάλλως χειμαζόμενη κοινωνία, συνέβαλε αποφασιστικά στην επίσπευση της επανασταστατικής κατάρριψης της Μοναρχίας το 1789 κι εξής.
Τυπολογικά, το Σκάνδαλο του Περιδεραίου εγγράφεται ομαλά μέσα στους διαχρονικους, επικοινωνιακούς εφιάλτες των συμβούλων της εξουσίας, όταν η προκλητική πολυτέλεια της τελευταίας, η αυθόρμητη τάση της να σπάζει τους κανόνες που ισχύουν για όλους τους άλλους σαν να μην λογοδοτεί πουθενά, απλά γιατί μπορεί και νομίζει πως της επιτρέπεται, η tone-deaf αναλγησία της ενώπιον ενός λαού βυθισμένου στην εξαθλίωση, την φέρνει σε σύγκρουση με το κοινωνικό αίσθημα περί δικαίου.
Αντικείμενα ένδυσης όπως τα κοσμήματα, που ανήκουν στον χώρο της επιδεικτικής πολυτέλειας, συχνά αποκρυσταλλώνουν συμβολικά στα μάτια της κοινότητας όλες τις παρακμιακές κακίες που η ταξική καχυποψία αποδίδει στις ελίτ του πλούτου και της εξουσίας. Διαπιστώνουμε έτσι πως για τις (εικαζόμενες ως) φαύλες συμπεριφορές των προσώπων χρωματίζονται απαξιωτικά καί τα ρούχα και αξεσουάρ τους, με κριτήρια εισοδηματικά και ταξικά, καθιστώντας τα εμβληματικούς δείκτες μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας που εικάζει κανείς ότι χαρακτηρίζει όσους τα φέρουν, κάτι που λειτουργεί και αμφίδρομα.
Τέλος, το τρίτο παράδειγμα που έφερα αφορούσε όχι ένα με βεβαιότητα διαπιστωμένο ιστορικό γεγονός, αλλ’ ένα αφήγημα που για περίπου χίλια οκτακόσια χρόνια είχε λάβει τον χαρακτήρα αδιαμφισβήτητου social fact. Πρόκειται για τον λεγόμενο Χορό των Επτά Πέπλων της Σαλώμης ενώπιον του Ηρώδη Αντίπα, περιστατικό που μέσα στους αιώνες είχε υποστεί λογοτεχνικές και θεολογικές επεξεργασίες που εμπλούτισαν με σκανδαλιστικές λεπτομέρειες τη λιτή και άνευ ονομαστικής αναφοράς αφήγηση του Κατά Ματθαίον 14.1-11.
Τόσο μέσα απ’ τη λόγια όσο και μέσα απ’ τη δημώδη παράδοση αιώνων, η ιστορία αυτή συνέβαλε μαζί με άλλα ανάλογα αφηγήματα στη διαμόρφωση δυσμενών στερεοτύπων διάχυτων μέσα στον χριστιανικό κόσμο σχετικά με τη λάγνα φύση και διαβολική συμπεριφορά δόλιων γυναικών που δήθεν μπορούν να εξαπατήσουν τους ειδάλλως αφελείς και αγαθούς άνδρες, οι οποίοι εάν δεν εισέρχονταν στον πειρασμό και την χειριστική συμπεριφορά μιας σαγηνευτικής γυναίκας τάχα δεν θα είχαν υποπέσει σε τρομερά σφάλματα κρίσης, εάν δηλαδή δεν είχε μεσολαβήσει η έξαψη του πάθους τους, η λαγνεία, και η προσδοκία της ηδονής.
Την ονομασία της υπόθεσης την οφείλουμε στην αγγλική μετάφραση του αρχικώς γαλλόφωνου θεατρικού έργου Salome του Όσκαρ Ουάιλντ, που κι αυτός είχε αντλήσει έμπνευση από μια σειρά ποιημάτων και πεζογραφημάτων που είχαν προηγηθεί, ενώ η δική του συμβολή προσέθεσε το κλίμα ανατολίτικης λαγνείας που ήταν της μόδας στο τέλος της Βικτωριανής Εποχής, του λεγόμενου Οριενταλισμού. Ήσαν αντιφατικά χρόνια αυστηρών ηθών, ενώ παράλληλα εξωτικές χορεύτριες ντυμένες με αραχνοΰφαντα πέπλα έκανα ακριβοπληρωμένη καριέρα ασκώντας την χορευτική τους τέχνη σε πλήθος από καταστήματα νυχτερινής διασκέδασης, όπου σύχναζαν παντρεμένοι αστοί και αριστοκράτες.
Πρόκειται κατεξοχήν για ένα παράδειγμα αφηγήματος που μέσα στο συλλογικό φαντασιακό συνέδεσε αρχετυπικά κάποια συγκεκριμένα είδη ένδυσης με συγκεκριμένες κοινωνικές συμπεριφορές και συγκεκριμένο φύλο, όλα τους δεμένα με το κονίαμα ενός ηθικά επιλήψιμου χαρακτήρα, έκλυσης των ηθών και ηθικής καταδίκης. Η σύνδεση της όψης του ενδύματος με το κοινωνικά ηθικό και το ανήθικο ακόμα και στις μέρες μας γίνεται αυτόματα με το που βλέπουμε κάποιον να φοράει κάτι, και απ’ τις αυθαίρετες και άδικες τέτοιες κρίσεις συνήθως πλήττονται οι γυναίκες και πρόσωπα της LGBTQI+ κοινότητας. Κατά την εκδίκαση υποθέσεων βιασμού δεν έχει ακουστεί λίγες φορές στις δικαστικές αίθουσες η ανερυθρίαστη σοφιστεία υπεράσπισης «Ναι κύριε Πρόεδρε, αλλά κι εκείνη προκαλούσε, δείτε τί φορούσε, του κουνιόταν, πολύ ήθελε να φουντώσει ο άνθρωπος;» και άλλα τέτοια που καιρός είναι ν’ αποθέσουμε στην άκρη.