Μπορεί αυτό που ονομάζουμε κλασικό ανδρικό στιλ να γεννήθηκε στο κρύο και βροχερό Λονδίνο αλλά πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι τελειοποιήθηκε στη μεσογειακή και ηλιόλουστη Νάπολη.
Η αλήθεια είναι ότι στην επίσης μεσογειακή και ζεστή Ελλάδα, ίσως να ταιριάζει περισσότερο το ανάλαφρο ναπολιτάνικο στιλ σε σχέση με το βαρύ και δομημένο βρετανικό, αλλά αυτό επαφίεται περισσότερο στο προσωπικό γούστο του καθενός.
Όπως και να έχει, οι ναπολιτάνοι ράφτες τη σήμερον θεωρούνται οι καλύτεροι στον κόσμο και χιλιάδες είναι οι ευκατάστατοι δανδήδες οι οποίοι συρρέουν στα γραφικά σοκάκια της ιταλικής πόλης αναζητώντας τις sartoria του Antonio Panico και του Renato Ciardi.
Το βασικό χαρακτηριστικό ενός ναπολιτάνικου σακακιού είναι η αποδόμηση. Σε αντίθεση με το κλασικό βρετανικό στιλ, το giacca napoletana έχει ελάχιστη φόδρα, καθόλου βάτα και λίγο καναβάτσο μόνο στο στήθος ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη δομή. Με αυτόν τον τρόπο το σακάκι αποτάσσει κάθε τι το περιττό και κρατάει μόνο τα απαραίτητα, προσφέροντας στον φέροντα, μόνο κομψότητα και... δροσιά.
Ορισμένοι μύστες της ανδρικής ένδυσης υποστηρίζουν ότι η εν λόγω αποδόμηση ήταν αποκύημα της φτώχειας, η οποία πάντα σπάραζε τον ιταλικό Νότο. Η έλλειψη υλικών κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ανάγκασε τους ράφτες της περιοχής να ανακαλύψουν νέους τρόπους για να φτιάχνουν τα σακάκια. Πενία τέχνας κατεργάζεται άλλωστε. Η επίσημη εκδοχή πάντως θέλει το ναπολιτάνικο σακάκι να έχει γεννηθεί στο διάσημο ραφείο “London House” του Gennnaro “Bebe” Rubinacci -η ονομασία του ραφείου είναι ενδεικτική της επιρροής που πάντα έχει η Βρετανία στην κλασική ανδρική ένδυση.
Λάτρης του βρετανικού στιλ και ιδιαιτέρως του “drape” που είχε εφεύρει ο Frederick Scholte για τον οίκο Anderson & Sheppard το 1930, ο “Bebe” έδωσε εντολή στον αρχιράφτη του, τον Vincenzo Attolini, να δημιουργήσει ένα σακάκι που να μοιάζει στο κόψιμο του Scholte αλλά να είναι αρκετά ελαφρύ ώστε να μπορούν να το απολαύσουν οι κάτοικοι της ζεστής και υγρής Νάπολης. Έτσι, ο Vincenzo Attolini καταγράφεται ως ο δημιουργός του giacca napoletana. Είναι τέτοιος ο μύθος που άφησε, ώστε οι περισσότεροι ράφτες της πόλης ισχυρίζονται ότι είναι μαθητές του, άρα γνωρίζουν τα μυστικά του. Στο υπέροχο ντοκιμαντέρ “Ο’mast” για τους ράφτες της Νάπολης, ένας παλαιός βελονάς περιγράφει την κατάσταση με τη φράση: «Όλοι δηλώνουν “δεξί χέρι” του Attolini. Θα πρέπει να είχε δεκάδες δεξιά χέρια για να ίσχυε αυτό. Σας το λέω εγώ, το πραγματικό δεξί του χέρι.»
Τα χαρακτηριστικά ενός ναπολιτάνικου σακακιού έχουν μείνει απαράλλαχτα από την εποχή του Attolini. Τα πέτα είναι πλούσια ώστε να χτίζουν το στήθος. Η φόδρα ελάχιστη. Η τσέπη στο στήθος έχει το σχήμα σκαριού βάρκας (barchetta). Είναι μονόπετο και φέρει τρία κουμπιά αλλά φαίνονται μόνο τα δυο, tre buttoni su due όπως το λένε στα ιταλικά ή three-roll-two στα αγγλικά. Οι τσέπες είναι εξωτερικές (patch pockets) και οι Ιταλοί τις λένε pigniatta, από το σχήμα που είχαν τα παραδοσιακά πήλινα σκεύη που μαγείρευαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες τους. Πάντα με δύο ανοίγματα στο πίσω μέρος του σακακιού ή καθόλου σε πιο επίσημα ενδύματα.
Το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό όμως είναι οι ώμοι, και συγκεκριμένα το πώς πέφτει το μανίκι από τον ώμο. Καθώς δε χρησιμοποιούν βάτες οι ιταλοί μάστορες, στηρίζονται στη μικρή καβαδούρα (armhole) και στη βελόνα τους για να καταφέρουν ένα αποτέλεσμα αισθητικά ευχάριστο και λειτουργικά άρτιο. Έτσι, κόβουν τα μανίκια πιο φαρδιά στο σημείο που ενώνονται με τους ώμους. Αυτό, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μικρών διπλωμάτων -ή πιετών αν θέλετε- στο μανίκι, στοιχείο που κάνει κάθε giacca napoletana ευκόλως διακριτή και αναγνωρίσιμη στο μάτι του επαΐοντα. Αυτός ο τρόπος ραφής ονομάζεται “spalla camicia”, δηλαδή: όπως το πουκάμισο. Είναι δύσκολο να βρείτε ράφτη στην Ελλάδα που να κάνει τη συγκεκριμένη ραφή και ακόμη πιο δύσκολο να βρείτε ράφτη στην Ελλάδα που να του αρέσει. Αλλά υπάρχουν. Στο ραφείο του Γιάννη Γαβριηλίδη έχω δει εξαιρετικά παραδείγματα.
Όπως και για τα περισσότερα στοιχεία που συνθέτουν την κλασική ανδρική ένδυση και υπόδηση, οι απόψεις για το ναπολιτάνικο στιλ διίστανται. Άλλοι λατρεύουν τη χαλαρή κομψότητα και τον αποδομημένο χαρακτήρα του που αποπνέει sprezzatura και άλλοι το μισούν, οχυρωμένοι πίσω από τη σιγουριά της βρετανικής γραμμής. Η γνώμη του γράφοντα είναι ότι για το ελληνικό καλοκαίρι, το giacca napoletana είναι ιδανικό και μακάρι οι ράφτες μας να ασχοληθούν περισσότερο με το αντικείμενο. Άλλωστε, μοιάζουμε με την Ιταλία και στο κλίμα και σε πολλά άλλα...
Για την ιστορία, ο οίκος Rubinacci όχι μόνο εξακολουθεί να λειτουργεί από τους απογόνους του Gennnaro αλλά είναι από τους πιο διάσημους πρεσβευτές του ναπολιτάνικου στιλ στον πλανήτη. Επίσης, λειτουργεί ο οίκος Attolini από τους διαδόχους του πρωτομάστορα του giacca napoletana. Η διάσημη εταιρεία Kiton (εκ του ελληνικού χιτώνα, χιτών), η οποία δημιουργεί έτοιμα ενδύματα φτιαγμένα όμως από τα χέρια των εκατοντάδων ραφτών που εργάζονται στις εγκαταστάσεις της, παράγει περίπου 20.000 ναπολιτάνικα σακάκια/κοστούμια ετησίως.
Διαδώστε!