Είναι σύνηθες να επικρατεί μια κάποια σύγχυση με τους ορισμούς των στοιχείων της κλασικής ανδρικής ιματιοθήκης. Πριν τη βιομηχανοποίηση της ένδυσης, κάθε χώρα είχε τους ράφτες της και -μοιραία- τους δικούς της όρους σχετικά με τις ονομασίες συγκεκριμένων βασικών κομματιών της ανδρικής γκαρνταρόμπας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ονομάζουμε το single breasted σακάκι «μονόπετο». Δεν το αποκαλούμε «μονόστηθο». Μέσα σ’ αυτό το θολό τοπίο, ο επιμελής μελετητής της ιστορίας της κλασικής ανδρικής ένδυσης μπορεί να βρει τον τρόπο να διαβάσει πίσω από τις λέξεις και να αντιληφθεί από τα συμφραζόμενα τι θέλει να πει ο εκάστοτε ποιητής. Εκεί όμως που, προσωπικά, σηκώνω τα χέρια ψηλά είναι στους γιακάδες των πουκάμισων.
Καθώς το πουκάμισο είναι το πιο διαδεδομένο ανδρικό ρούχο -αφού το φορούν άπαντες (εν αντιθέσει με το σακάκι και τη γραβάτα) και η καταγωγή του χάνεται στα βάθη της ιστορίας της απαρχής της υφαντουργίας στην Αίγυπτο-, αναμενόμενα οι επιρροές, οι τροποποιήσεις και οι εκδοχές σε σχέση μ’ αυτό το ένδυμα είναι αμέτρητες. Και πού είναι πιο ορατές όλες αυτές οι εκδοχές; Μα στον γιακά! Στο πιο εμφανές σημείο του πουκάμισου, όταν αυτό φοριέται με σακάκι. Στη φυσική του θέση δηλαδή. Εκεί λοιπόν κύριοι, σε αυτή τη λωρίδα υφάσματος, η οποία είναι κυρίως υπεύθυνη για να αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του ανδρικού προσώπου καθώς και τον κόμπο της γραβάτας, επικρατεί απόλυτο χάος.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα ενός κορυφαίου ελληνικού οίκου υποκαμισοποιίας. Στο site του βρίσκουμε όρους όπως “COMO”, “LECO” και “F”, που αντιστοιχούν σε ισάριθμους τύπους κολάρων τους οποίους ο γράφων δεν έχει συναντήσει πουθενά στην κλασική βιβλιογραφία. Μιλάμε φυσικά για τον οίκο Χριστάκης. Οι συνεχιστές της ιστορίας του Χριστάκη επέλεξαν να διατηρήσουν τις ονομασίες που εμπνεύστηκε ο δημιουργός του οίκου κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στο εξωτερικό τη δεκαετία του 1960. «Παρόλο που έχουμε ενσωματώσει ήπιες αλλαγές και εκσυγχρονισμούς σε τομείς της επιχείρησης, διατηρούμε ως κόρην οφθαλμού ό,τι μας φέρνει -παραγωγικά, ρεαλιστικά και υγιώς- σε επαφή με την ιστορία μας, οπότε δεν τα αλλάξαμε σε όρους περιγραφικούς/τυπικούς που ούτως ή άλλως ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και περιγράφονται εκ του σύνεγγυς και στο σάιτ μας», μας είπε ο Αντώνης Νυφλής, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Χρήστο συνεχίζουν την ιστορία του οίκου που ιδρύθηκε το 1947.
Αλλά και στο εξωτερικό, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Το κολάρο χωρίς γιακά, αυτό που στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «Μάο», ο Bernhard Roetzel στο βιβλίο του “Gentleman, the Ultimate Companion to the Elegant Man” το αναφέρει ως «Γκάντι». Oι Αμερικανοί πάλι, το λένε “band collar”, ενώ στην Κίνα όπου και γεννήθηκε, είμαι σίγουρος πως θα το αποκαλούν κάπως αλλιώς.
Μέσα στην πυκνή ομίχλη των συγκεχυμένων ορισμών, το Μονόπετο θα αποπειραθεί να συνθέσει έναν κατανοητό οδηγό ναυτιλλομένων για έναν ασφαλή πλου εν μέσω του ταραχώδη ωκεανού των γιακάδων. Ας αρχίσουμε λοιπόν από τα κολάρα, για τα οποία επικρατεί κάποια ομοθυμία σχετικά με την ονομασία τους.
Κλασικός και button down
Πρόκειται για τους δύο πιο συνηθισμένους και εκ διαμέτρου αντίθετους τύπους. Ο κλασικός τύπος κολάρου δεν έχει κουμπάκια και θεωρείται πιο επίσημος, αφού είναι εξ’ αρχής φτιαγμένος έτσι ώστε να φιλοξενεί γραβάτα. Διαθέτει εσωτερική φόδρα για να κρατάει το σχήμα του, ενώ στις άκρες φέρει μπανέλες που διατηρούν τις άκρες του γιακά ίσιες.
Από την άλλη, ο button down, με δύο κουμπάκια που κρατούν τις άκρες στη θέση τους, είναι ο κατ’ εξοχήν σπορ γιακάς. Πρόκειται για αμερικανική εφεύρεση, συγκεκριμένα της εταιρείας Brooks Brothers, η οποία πρώτη τον παρουσίασε στα πουκάμισά της, εμπνευσμένη από τις μπλούζες που φορούσαν οι αθλητές του polo. Οι τελευταίες είχαν κουμπάκια για να μη χτυπά ο γιακάς τους παίκτες στο πρόσωπο καθώς κάλπαζαν πάνω στα άλογα.
Μια παραλλαγή του button down είναι ο γιακάς με τα κρυφά κουμπάκια, που έχει το ίδιο σχεδόν οπτικό αποτέλεσμα αλλά είναι πιο επίσημος. Τόσο ο κλασικός όσο και ο button down είναι δύο τύποι ευκόλως αναγνωρίσιμοι και δημοφιλείς. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι είναι και οι μοναδικοί που χρειάζεται ένας άντρας. Ο κλασικός για επίσημες εμφανίσεις και ο button down για πιο χαλαρές. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά...
Οι spread
Εδώ αρχίζει το χάος. Στην ουσία πρόκειται για παραλλαγές του κλασικού γιακά, δηλαδή χωρίς κουμπάκια, όμως όσο μεγαλώνει το άνοιγμα αλλάζει και η ονομασία. Έτσι, μπορείτε να βρείτε τον spread, τον semi spread, τον Italian spread και τον British spread. Οι μεταξύ τους διαφορές εντοπίζονται στις μοίρες της γωνίας που δημιουργούν οι δύο άκρες του γιακά με το σημείο του κουμπώματος. Όλοι αυτοί οι τύποι είναι ιδανικοί για άντρες με ωοειδές πρόσωπο, αφού το πλαισιώνουν πιο αρμονικά από ό,τι συμβαίνει με εκείνους τους γιακάδες που έχουν πιο κλειστή γωνία. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο θεωρούνται πιο κομψοί, καθώς οι μύτες τους βρίσκονται πάντα κρυμμένες κάτω από τα πέτα του σακακιού.
Ορισμένες φορές ο Italian spread συναντάται και ως cutaway. Ο συγκεκριμένος τύπος γιακά έχει εξαιρετικά μεγάλο άνοιγμα. Οι δύο άκρες του αφήνουν να φανεί, όχι μόνο ο κόμπος της γραβάτας, αλλά και τα σημεία αριστερά και δεξιά από αυτόν. Αν και στον γράφοντα δεν αρέσει καθόλου ο συγκεκριμένος, όλα είναι θέμα γούστου. Το σίγουρο είναι ότι χρειάζεται πειραματισμός ώστε ο κάθε άντρας να βρει τον γιακά που ταιριάζει περισσότερο στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά και στον κόμπο της γραβάτας του.
Tab, club και eyelet
Εδώ μιλάμε για πιο ξεχωριστούς γιακάδες, τους οποίους σπανίως θα συναντήσουμε στις βιτρίνες των καταστημάτων. Ο tab είναι μια παραλλαγή του κλασικού γιακά, με μια λωρίδα υφάσματος να ενώνει τις δύο άκρες, παίζοντας τον ρόλο της collar pin. Δηλαδή της καρφίτσας ή της παραμάνας που σηκώνει ελαφρά τον κόμπο της γραβάτας, για μια πιο κομψή εμφάνιση.
Ο club είναι ένας πολύ ιδιαίτερος γιακάς, καθώς διαθέτει στρογγυλεμένες άκρες. Ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά από όλους τους υπόλοιπους και του πάνε πολύ οι καρφίτσες και οι παραμάνες. Χρειάζεται βέβαια ενδυματολογική τόλμη για να φορεθεί καθώς και πολλή έρευνα για να βρεθεί στην αγορά. Φυσικά, υπάρχει πάντα η λύση του κατά παραγγελία πουκάμισου. Εκεί μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε.
Τέλος, ο eyelet είναι ένας γιακάς με τρύπες για να φοράτε την καρφίτσα ή την παραμάνα σας χωρίς να πληγώνετε το ύφασμα του πουκάμισου. Προφανώς, αν δε θέλετε να φορέσετε παραμάνα ή αν δε θέλετε καν να φορέσετε γραβάτα, ο eyelet δεν είναι για εσάς.
Γενικοί κανόνες
Τρία πράγματα έχουν σημασία στην επιλογή γιακά:
1. Το μήκος του: πρέπει να είναι τόσο ώστε οι άκρες να κρύβονται κάτω από τα πέτα του σακακιού. Από αυτόν τον κανόνα εξαιρείται ο tab καθώς και ο button down.
2. Το σχήμα του προσώπου μας: καθορίζει ποιος γιακάς μας ταιριάζει περισσότερο. Τα ωοειδή πρόσωπα είναι πιο ωραία με spread γιακάδες, ενώ τα στρογγυλά με κλασικούς, button down και tab.
3. Η επιλογή του κόμπου της γραβάτας: ο πιο κλασικός κόμπος, ο four-in-hand, ταιριάζει με τους περισσότερους γιακάδες, αν και πολλές φορές οι spread απαιτούν έναν κόμπο με μεγαλύτερο όγκο.
Στα πουκάμισα με κολάρα «Μάο» δεν αναφερθήκαμε γιατί δεν έχουν γιακά, άρα δεν μπορούν να φορεθούν με γραβάτα, συνεπώς δε συγκαταλέγονται στο σύμπαν της κλασικής ανδρικής ένδυσης.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι εφόσον ένας άντρας ξέρει τι θέλει, όλα γίνονται ευκολότερα γιατί μπορεί άνετα να αναγνωρίσει αυτό που ψάχνει στα καταστήματα ή στο διαδίκτυο και την ίδια στιγμή γνωρίζει τι να ζητήσει από έναν υποκαμισοποιό σε περίπτωση που επιλέξει να ράψει ένα πουκάμισο.
Διαδώστε!