Ο Ντενίς Ντιντερό (Denis Diderot, 1713-1784) ήταν γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, και κριτικός τέχνης του 18ου αιώνα, διασημότερος ως αρχισυντάκτης της Εγκυκλοπαίδειας, μνημειώδους πνευματικού έργου, κεντρικού για τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, την οποία συνίδρυσε μαζί με τον Ζαν-Μπατίστ λε Ρον ντ’ Αλαμπέρ (Jean-Baptiste le Rond d’ Alembert, 1717-1783).
Όπως συχνά συνέβαινε στον άχαρο κόσμο της λογιοσύνης, πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στη μποέμ φτώχεια, αποκληρωμένος απ’ τον πατέρα του όταν εγκατέλειψε τη νομική σχολή, μέχρι που το 1765 η Αικατερίνη η Μεγάλη του έκανε μια δωρεά χιλίων χρυσών λιρών υπό τη μορφή δήθεν αγοράς των βιβλίων του, ευαισθητοποιημένη για την περίστασή του απ’ τον Βολταίρο, με τον οποίον η Τσαρίνα αλληλογραφούσε.
Το πρώτο πράγμα που ο Ντιντερό βάλθηκε να κάνει με τα χρήματα που έφτασαν στα χέρια του ήταν να ικανοποιήσει μια μακρά του επιθυμία, σπεύδοντας ν’ αγοράσει μια πολυτελή και πανάκριβη πορφυρή robe de chambre από ένα très exclusif κατάστημα, του οποίου το πελατολόγιο αποτελείτο κατεξοχήν από αριστοκράτες και ευκατάστατους αστούς -δηλαδή, όχι ανθρώπους των δικών του πρότερων δυνατοτήτων.
Μαθαίνουμε απ’ το ημερολόγιό του πως έτρεξε πίσω σπίτι του, έκανε με παιδικό ενθουσιασμό το τελετουργικό unboxing του, και όπως χαρωπά την περιεβλήθη, ευθύς αμέσως τον περιέβαλε και η θλίψη, η συντριβή μάλιστα, το απελπιστικό συναίσθημα του ανικανοποίητου, μόλις συνειδητοποίησε πως μολονότι είχε φορέσει το ένδυμα που άκουγε πως συνήθιζαν να φορούν οι πλούσιοι και ισχυροί μέσα στα μέγαρά τους, η δική του ταπεινή οικία τού υπενθύμιζε με χαιρέκακη σκαιότητα πως ο ίδιος δεν ήταν ένας από 'κείνους, και πως απλώς είχε φορέσει μια ρόμπα.
Το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί, δηλαδή στην μπανάλ διαπίστωση πως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Δυστυχής που δεν χαιρόταν όπως προσδοκούσε, ο φιλόσοφος απέδωσε την αποτυχία του στην κραυγαλέα παραφωνία του ενός πολυτελούς αντικειμένου προς όλα τ’ άλλα τριγύρω του.
Βάλθηκε τότε ν’ αγοράζει τάπητες, πίνακες, νέα έπιπλα και μπιμπλό, όπως αυτά που είχαν στα σπίτια τους οι αριστοκράτες, και μ’ αυτά να στήνει την ψευδαίσθηση της αφθονίας, εντός της οποίας εκείνο το ένα αντικείμενο θ’ αποκτούσε νόημα, και δεν θα ήταν πλέον παράφωνο, γιατί θα ήταν τμήμα μιας σεταρισμένης αρμονίας.
Με την αφορμή του ενός αντικειμένου, ο Ντιντερό μόλις είχε ριφθεί μανιασμένα στη χοάνη μιας δίνης παρορμητικού καταναλωτισμού, που παρέμενε αποσπασματικός και κινούμενος απ’ το πάθος, παρά την πλάνη πως δήθεν εξυπηρετούσε ένα οργανωμένο σχέδιο της λογικής -την οποία ο ίδιος πίστευε ως κατακτημένη αρετή του- ή πως αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός συνόλου. Δαπάνησε, έτσι, τα χρήματά του, όσο με κάθε του αγορά το χάος των παραφωνιών αντηχούσε γύρω του ολοένα και πιο ενισχυμένο μέσα στους τοίχους της οικίας του.
Το 1988 ο Γκραντ ΜακΚράκεν (Grant McCracken), καναδός κοινωνικός ανθρωπολόγος, περιέγραψε -κι ονοματοδότησε απ’ τον Ντιντερό- αυτό το μοτίβο καταναλωτικής συμπεριφοράς, κατά το οποίο κάποιος προβαίνει αρχικά σε μιαν αγορά που εκφεύγει των πρότερων καταναλωτικών του συνηθειών, επιχειρώντας ενδεχομένως να ενδυθεί μ’ αυτήν μια ταυτότητα ξένη προς τον ίδιο, και στη συνέχεια αντιλαμβανόμενος τις ελλείψεις, τις ανεπάρκειες, τις παραφωνίες στο σύνολο, την ίδια την ανυπαρξία ενός συνόλου τελικά, αρχίζει να υπερκαταναλώνει, μέχρι να συνθέσει κάτι που θα του δίνει την εικόνα πως αγόρασε πια όλο το πακέτο.
Ασφαλώς, ο υποθετικός μας φίλος αγνοεί πως στον ατέρμονο τούτον αγώνα ρίχνεται χωρίς να έχει αλλάξει ριζικά και σε βάθος τις συνήθειες και τα κριτήρια επιλογής των αγαθών που του γυάλιζαν στο μάτι μέχρι πρότινος. Νομίζει πως τώρα ξέρει προς ποια κατεύθυνση θέλει να βαδίσει, όμως το βήμα του δεν έχει αλλάξει πραγματικά.
Ο ΜακΚράκεν σωστά παρατήρησε πως οι αγορές που κάνουμε τείνουν να συντονίζονται με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει μέσα μας για την ταυτότητά μας, αυτοεικόνα που όμως μπορεί να είναι μία πλάνη, προς το αφηγηματικό παρόν τουλάχιστον: οι μηχανισμοί διαμόρφωσης της ταυτότητάς μας δεν είναι τόσοι απλοί και ξεκάθαροι, όσο το να πάρουμε ένα αίθριο πρωί την απόφαση να στήσουμε μια κλασική γκαρνταρόμπα αγοράζοντας κομμάτια που μας φαίνεται πως τα προτιμούν εκείνοι οι άλλοι που τους βλέπουμε παντού γύρω μας, ειδικά στα σόσιαλ μίντια και στις εφαρμογές, και τους θαυμάζουμε για την κομψότητά τους, ίσως επειδή μας λείπει ο έπαινος που εκείνοι εισπράττουν απ’ τον κύκλο τους.
«Εισπράττουν» είναι ένα ρήμα που καμιά φορά εγείρει ενστάσεις, όμως μέσα σε μια συναισθηματική κοινότητα ο έπαινος καθίσταται ένα είδος social currency -καθώς και η απόρριψη, η στέρηση δηλαδή της ευχάριστης εμπειρίας διά της επιβράβευσης- η κυκλοφορία και ανταλλαγή του οποίου οργανώνει άδηλα μιαν ολόκληρη οικονομία σχέσεων μέσα στην κοινότητα, κι έτσι ιεραρχίες ισχύος μεταξύ των μελών της.
Θέλοντας να ενταχθούμε σε μια τέτοια θαυμαστή κοινότητα -παγίως ισχυρή επιθυμία του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος- καμιά φορά βλέπουμε και πράγματα εκεί που ακόμη δεν υπάρχουν, λόγου χάρη βλέπουμε πως μοιραζόμαστε κι εμείς αυτήν τη ζηλευτή ταυτότητα των άλλων, εκείνην που θέλουμε να προσομοιώσουμε ώστε να τους προσομοιάσουμε.
Αποτυγχάνοντας, όπως δεν συμβαίνει σπανίως, καταλήγουμε να αισθανόμαστε ματαίωση των προσδοκιών μας, όπως ο Ντιντερό, και άλλοτε τα παρατάμε πρόωρα, κακίζοντας συχνά αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε θέσει ως ευγενή στόχο, άλλοτε πάλι καταγινόμαστε ακόμα πιο αδηφάγα νομίζοντας πως υπηρετούμε τον στόχο μας, όμως με τους παλιούς, ακαθοδήγητους, κι έτσι ατελέσφορους τρόπους, που επαναλαμβάνουν τα λάθη που θα θέλαμε να είχαμε αφήσει πίσω μας.
Όσες φορές μου έχουν ζητήσει να τους βοηθήσω να στήσουν μια γκαρνταρόμπα, ξεκινώ με μια διερευνητική συζήτηση -ή κάμποσες- που ιδανικά θα φέρει στην επιφάνεια πρώτα για τον συνομιλητή μου την αίσθηση της ταυτότητάς του, την οποία θα επιχειρήσουμε μαζί να γεφυρώσουμε με τις προτεραιότητες που μου περιγράφει πως στο εξής θέλει να υπηρετήσει.
Παράλληλα, αρχίζουμε να επεξεργαζόμαστε και αυτές τις ίδιες τις προτεραιότητες, ώστε να είναι εφικτές, λειτουργικές, οικονομικά προσβάσιμες, να μην ανταποκρίνονται σε ανεδαφικές προσδοκίες, να μην καταπιέζουν άλλες ωφέλιμες όψεις της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του, κι έτσι ν’ απομακρύνουμε ή να περιορίσουμε τις πιθανότητες αστοχιών που θα τον αποκινητροποιούσαν, εάν κάπου στραβοπατούσε.
Η ενθάρρυνση και το οικοδομούμενο αίσθημα του κατορθώματος γεννούν μέσα μας θετική τροφοδοσία με ευμενές κίνητρο, προκειμένου να συνεχίσουμε προς την ωφέλιμη κατεύθυνση, όμως αυτό επιβιώνει και επικρατεί των αποθαρρύνσεων και των εμποδίων, εφόσον δεν υπάρχει ή δεν προκύπτει η γνωστική δυσαρμονία ή και η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε και σ’ αυτό που καταλήγουμε να κάνουμε, ενώ είχαμε θέσει κάποιους άλλους στόχους.
Η οικοδόμηση μιας κλασικής γκαρνταρόμπας δεν είναι ασυσχέτιστη προς την οικοδόμηση της αίσθησης του εαυτού μας και προς την επιλογή των ωφέλιμων προτεραιοτήτων μας. Για πόσο άραγε μπορεί κάποιος να υποδύεται κάτι που δεν είναι και δεν γνωρίζει πώς να το στηρίζει και να το υπηρετεί γνήσια, αυθεντικά, κι αυθόρμητα, προτού αντιληφθεί πως απέτυχε;
Ο νόμος, δηλαδή οι κανόνες, υπάρχουν για να μας περιγράφουν γενικώς χαραγμένα όρια ασφάλειας, όμως το στιλ είναι προσωπικός και άνετος ελιγμός μέσα και πάνω στα όρια, και κάποιες φορές πέρα απ’ αυτά, όταν κάποιος φανερώνει αφαιρετικά πλέον ότι γνωρίζει τον κανόνα κι επιλέγει να τον αναιρέσει, να τον παρακάμψει, να τον υπερβεί διαλεκτικά, προκειμένου να εξυπηρετήσει κάτι ανώτερο απ’ τον κανόνα, και τούτο το ανώτερο είναι η δική του, ενσυνείδητη βούληση στοχαστικής και δουλεμένης έκφρασης της γνήσιας κι αυθεντικής του ταυτότητας. Ο νόμος δεν μας σώζει, υπάρχει εκεί για να περιγράψει κάτι, όχι για να επιβάλει τις δικές μας πράξεις. Ειδάλλως, θα ήταν τυραννίδα κι έτσι αφορμή για θλίψη, όπως εκείνη του Ντιντερό, που υποτασσόμενος στους νόμους του στιλ, όπως τους είχε αντιληφθεί με το μυαλό του, καταπιέστηκε διαρκώς συντριβόμενος, όσο επεδίωκε μιαν άπιαστη στοχοθεσία, για χάρη της οποίας απέθεσε αυτοβούλως την ελευθερία του εαυτού του και απώλεσε μέρος των προσόδων του.
Αυτήν την τελευταία παράγραφο την έγραψα γιατί συχνά ξεκινούν ρωτώντας με αμηχανία και κάποιο φόβο «Στέλιο, τι λέει ο κανόνας;», προσδοκώντας ν’ ακούσουν μια δασκαλίστικη επιβράβευση ή φοβούμενοι μήπως ακούσουν μιαν αποδοκιμασία για ένα “faux pas”.
Εκτιμώ πως ωφελεί να καθιστούμε σαφές από νωρίς πως η μορφή δεν πρέπει να καταπιέσει και να παραμορφώσει το περιεχόμενο, αλλά συνεργάζεται με 'κείνο προσαρμοζόμενη σ’ αυτό ως ορατή εκδήλωσή του. Διαφορετικά, καταλήγουμε στο kitsch, που αφαιρετικά, στην τέχνη τουλάχιστον, είναι οποιαδήποτε περίσταση κατά την οποία η μορφή δεν συμβαδίζει με το περιεχόμενο. Βέβαια, ακόμα και το εσκεμμένο kitsch κατέκτησε τη θέση του στην τέχνη, όμως εδώ είμαστε κλασικιστές.
Y.Γ. Μια πρακτική εφαρμογή του Φαινομένου Ντιντερό είναι όσοι στήνουν βιτρίνες να μεριμνήσουν ώστε τα ρούχα τους να συνθέτουν ένα σύνολο που όχι μόνο θα ταιριάζει τα επιμέρους κομμάτια αρμονικά, αλλά θα πουλάει κι ένα lifestyle που το σύνολο θα υπαινίσσεται. Ναι, ακούγεται σατανικό, όμως ο καταναλωτής θα θελήσει ν' αγοράσει την προσδοκία ενσάρκωσης του lifestyle πέραν των κομματιών ως ενδυμάτων
*Το κείμενο αναρτήθηκε στην ομάδα «Κλασικιστές»
Διαδώστε!